Εξαιρετικά επίκαιρα είναι τα στοιχεία της Έκθεσης Taxing Wages 2018, του ΟΟΣΑ, καθώς έρχονται σε μια συγκυρία που έχει ανάψει η προεκλογική συζήτηση για τα φορολογικά βάρητων νοικοκυριών.
Κι όπως προκύπτει από το συγκριτικό τεστ, η Ελλάδα βρίσκεται στις υψηλότερες θέσεις της βαθμολογίας σε σύνολο φόρων- εισφορών, είναι μια από τις λίγες χώρες που καταγράφηκε πέρσι περαιτέρω αύξηση στην αποκαλούμενη φορολογική «σφήνα», ενώ ακόμα και στις οικογένειες που υπήρξε μείωση, η Ελλάδα καταλαμβάνει τη διόλου αξιοζήλευτη 3η θέση με τα μεγαλύτερα φορολογικά βάρη. Ας δούμε αναλυτικά τα ευρήματα της Έκθεσης:
Ο συνδυασμός φόρων και εισφορών στο κόστος εργασίας ανέρχεται στο 40,9%, για έναν άγαμο εργαζόμενο. Σε σύγκριση με το 2017 καταγράφεται αύξηση 0,15% λόγω φόρου εισοδήματος
Από μια διαφορετική ματιά, ο ίδιος εργαζόμενος επί της ουσίας βλέπει το 26,1% των ακαθάριστων αποδοχών του να κάνει… φτερά, πηγαίνοντας σε φόρους και εισφορές
Τα πράγματα αλλάζουν όταν στο μικροσκόπιο μπαίνει μια οικογένεια, με έναν εργαζόμενο και 2 παιδιά. Εδώ η φορολογική «σφήνα» διαμορφώνεται στο 37,9%, συνεπώς διαπιστώνει κανείς εύκολα το πολύ ευνοϊκότερο καθεστώς σε σχέση με τους άγαμους. Παρά ταύτα, αυτή η ελληνική οικογένεια έχει το μεγαλύτερο βάρος σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ, με εξαίρεση την αντίστοιχη γαλλική και την ιταλική οικογένεια.
Σημειωτέον, ότι αυτό το βάρος για την οικογένεια μειώθηκε κατά 1,08% σε σχέση με το 2017, αλλά αυτό δεν οφείλεται σε κάποια φορολογική ελάφρυνση που θεσμοθετήθηκε αλλά στο νέο επίδομα τέκνων. Κοινώς η επιδοματική πολιτική «κουκουλώνει» τις στρεβλώσεις της φορολογίας.Για μια τετραμελή οικογένεια, όπου εργάζονται και οι 2 γονείς, η φορολογική «σφήνα» διαμορφώνεται στο 38,4% κι έτσι αυτή η οικογένεια βρίσκεται στην 7η θέση με τις μεγαλύτερες επιβαρύνσεις.
Σημειωτέον, ότι σε σχέση με το 2017 η μείωση των βαρών είναι μόλις 0,54%, καθώς το όφελος από τα νέα επιδόματα τέκνων «ψαλιδίστηκε» από την αύξηση κατά 0,17% του φόρου εισοδήματος. Η συγκεκριμένη οικογένεια διαπιστώνει ότι το 23% του ακαθάριστου εισοδήματος της πήγε σε φόρους και εισφορές
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η ανάλυση για το τι τελικά μπήκε στην τσέπη των εργαζόμενων, για κάθε 1 ευρώ αύξησης στον ακαθάριστο μισθό του. Ένας άγαμος, με μισθό στο 67% του μέσου όρου θα δει αύξηση 0,83 ευρώ, καθώς τα υπόλοιπα πάνε… υπέρ πίστεως.
Ένας άγαμος με το μέσο μισθό θα πάρει τελικά 0,86 ευρώ κι ένας άλλος… προνομιούχος με μισθό στο 167% του μέσου μισθού θα πάρει στο χέρι 0,82 ευρώ ή αν προτιμάτε 82 ευρώ για 100 ευρώ αύξησης ακαθάριστων αποδοχών. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, τη μικρότερη πραγματική αύξηση είδαν μονογονεϊκές οικογένειες, με 2 παιδιά και αποδοχές στο 67% του μέσου μισθού, αφού τα φορολογικά βάρη κατεβάζουν την πραγματική αύξηση στα 0,76 ευρώ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι για έναν άγαμο με αποδοχές 24.660 δολάρια (σε Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης), αυτό που μπήκε στην τσέπη του τελικά ήταν 19.454 δολάρια. Αντιστοίχως, μια οικογένεια, με 1 εργαζόμενο και 2 παιδιά και ακαθάριστες αποδοχές 40.486 δολάρια, πήρε στο χέρι 31.455 δολάρια μετά από τη φορολογική… περιποίηση.
Το κερασάκι στην τούρτα είναι η διαπίστωση ότι από το 2000 ως το 2018, οι φόροι στο εισόδημα έγιναν λιγότερο προοδευτικοί κι αυτό φυσικά συνεπάγεται στρεβλώσεις και αδικίες στα φορολογικά βάρη. Ένας άγαμος, το 2000 έπρεπε να δώσει το 38,8% των ακαθάριστων αποδοχών του σε φόρους και εισφορές, στην κορύφωση της κρίσης το 2011 έφτασε στο 43%, το 2015 είχε κατέβει στο 39,1% κι έκτοτε κάθε χρόνο ανεβαίνει για να φτάσει πέρσι στο 40,9%.
Ενδεικτικό είναι ότι αν δεν ληφθεί υπόψιν το όφελος από τα επιδόματα τέκνων, μια οικογένεια με 2 παιδιά βλέπει το φόρο εισοδήματος να ανεβαίνει σταθερά από το 2015 και μετά, φτάνοντας στο 10,6% των ακαθάριστων αποδοχών του ζευγαριού.
Η μεσαία τάξη
Την κατάσταση στις χώρες – μέλη του ΟΟΣΑ καταγράφει έκθεση του ΟΟΣΑ(Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης), που δόθηκε στη δημοσιότητα, με τίτλο: «Υπό πίεση: Η συνθλιμμένη μεσαία τάξη». Η έκθεση κάνει αναφορά και στην Ελλάδα, όπου τα εισοδήματα της μεσαίας τάξης για ένα μονοπρόσωπο νοικοκυριό κυμαίνονται από 7.894 έως 21.050 δολάρια και είναι τα χαμηλότερα μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών του ΟΟΣΑ.
Το διάμεσο εισόδημα μειώθηκε ή αυξήθηκε με ετήσιο ρυθμό χαμηλότερο από 1% σε 21 από τις 36 χώρες του ΟΟΣΑ μετά το 2008. Στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Ιαπωνία, το Μεξικό, τη Σλοβενία και την Ισπανία, τα διάμεσα εισοδήματα στα μέσα της δεκαετίας του 2010 ήταν σημαντικά χαμηλότερα από ότι το 2008, αφού ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η μείωση ανερχόταν σε σχεδόν 6% ανά έτος. Μόνο σε έξι χώρες του ΟΟΣΑ η αύξηση του διάμεσου εισοδήματος ξεπέρασε κατά μέσο όρο το 2% ανά έτος.