Μικρή επιτάχυνση της ανάπτυξης προβλέπει για το 2024 -2025 η Τράπεζα της Ελλάδος.
Στο οικονομικό δελτίο που εξέδωσε σήμερα η ΤτΕ προβλέπει ότι το 2024 το ΑΕΠ της χώρας θα αυξηθεί κατά 2,2% από 2% το 2023, ενώ για το 2024 ο ρυθμός ανάπτυξης θα διαμορφωθεί 2,5% και στο 2,3% το 2026.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΤτΕ, η πλήρης εκτέλεση του σχεδίου ανάκαμψης της ΕΕ θα συμβάλει σε σημαντική αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 7% έως το 2026, κυρίως λόγω της αύξησης των συνολικών επενδύσεων και της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής. Παράλληλα, θα συμβάλει στην αύξηση της απασχόλησης, των ιδιωτικών επενδύσεων, των εξαγωγών και των φορολογικών εσόδων. Η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που συνδέονται με το Ταμείο Ανάκαμψης αναμένεται να επιφέρει μόνιμη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ και της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής (σε βάθος δεκαετίας)
Για το 2024 εκτιμάται ότι η ανάπτυξη θα στηριχθεί κυρίως στις επενδύσεις, οι οποίες υποστηρίζονται από τους διαθέσιμους ευρωπαϊκούς πόρους, και την ιδιωτική κατανάλωση. Ο πληθωρισμός αναμένεται να επιβραδυνθεί περαιτέρω σε 3,0% το 2024, λόγω της περαιτέρω μείωσης των ρυθμών πληθωρισμού των τροφίμων, των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών και των υπηρεσιών.
Η δημοσιονομική πολιτική το 2024 αναμένεται να είναι ελαφρώς επεκτατική , λόγω των αυξημένων επενδυτικών δαπανών που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης. Η ΤτΕ διαβλέπει κινδύνους στην πορεία αυτή οι οποίοι μπορεί να προέλθουν από μία επιδείνωση της γεωπολιτικής κρίσης στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή , εξελίξεις οι οποίες στο βαθμό που επέλθουν τελικά θα επηρεάσουν σημαντικά προς τα κάτω τους ρυθμούς ανάπτυξης καθώς αυξάνουν την αβεβαιότητα και ασκούν ανοδικές πιέσεις στις τιμές της ενέργειας.
Αναφορικά με την βιωσιμότητα του Δημοσίου Χρέους , η ΤτΕ προβλέπει ότι εξαιτίας των αυξημένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν την περίοδο της πανδημίας, της ενεργειακής κρίσης και της συναφούς δημοσιονομικής επέκτασης , μεσοπρόθεσμα ο λόγος του Δημοσίου Χρέους ως προς το ΑΕΠ θα έχει μία αυξητική τάση, όπως επίσης σε μικρότερο βαθμό, θα έχουν και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Με βάση τις βασικές παραδοχές για την έγκαιρη απόσυρση των επεκτατικών δημοσιονομικών μέτρων που ελήφθησαν στο πλαίσιο της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης, και με την παραδοχή της αποτελεσματικής χρήσης των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης, η πορεία τόσο του Δημοσίου Χρέους όσο και των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών αναμένεται να επανέλθουν σε πτωτική τροχιά, σε γενικές γραμμές σύμφωνα με τις προοπτικές που ίσχυαν πριν από την εμφάνιση της πανδημίας μακροπρόθεσμα. Παρά τα υψηλότερα επιτόκια , οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του χρέους παραμένουν περιορισμένοι μεσοπρόθεσμα. Αυτό αντανακλά κυρίως: (i) τους ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους των δανείων του επίσημου τομέα (που περιλαμβάνουν περιόδους χάριτος, μακρές λήξεις και αναβολές τόκων) που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του συσσωρευμένου αποθέματος χρέους, (ii) το 100% του χρέους σταθερού επιτοκίου της κεντρικής κυβέρνησης (στο τέλος Ιουνίου 2024) και (iii) ένα πολύ σημαντικό ταμειακό απόθεμα που υπερβαίνει το 15% του ΑΕΠ (στο τέλος Ιουνίου 2024). Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, οι κίνδυνοι βιωσιμότητας παραμένουν αυξημένοι. Καθώς τα δάνεια με ευνοϊκούς όρους θα αναχρηματοδοτούνται σταδιακά με όρους αγοράς,, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η έκθεση της Χώρας σε δυσμενείς διαταραχές , γεγονός που προϋποθέτει τη δέσμευση της για δημοσιονομική επαγρύπνηση.