Η βαθιά και παρατεταμένη οικονομική ύφεση έχει αφήσει έντονο το αποτύπωμά της στην εγχώρια επιχειρηματική δραστηριότητα. Το γεγονός αυτό γίνεται πρόδηλο όταν αναλογιστεί κανείς ότι από τις αρχές του 2010 η αξία παραγωγής των ελληνικών επιχειρήσεων έχει μειωθεί από €292 δισ. σε €225 δισ., με αντίστοιχες επιπτώσεις τόσο στην κερδοφορία τους (μείωση κατά €23 δισ.), αλλά και στην απασχόληση. Παράλληλη ήταν και η επιδείνωση της ικανότητας των ελληνικών επιχειρήσεων να εξυπηρετούν τις υποχρεώσεις τους, με αποτέλεσμα τα μη εξυπηρετούμενα επιχειρηματικά δάνεια να εκτοξευθούν από 8,7% σε 36,2% την περίοδο της κρίσης.
Οι εξελίξεις αυτές, σε συνδυασμό με την έλλειψη σαφούς και δοκιμασμένου πλαισίου (αλλά και πρακτικής εμπειρίας) εταιρικών αναδιαρθρώσεων και εξυγιάνσεων οδήγησε, με αργά αλλά σταθερά βήματα, στη δημιουργία μιας ολόκληρης γενιάς προβληματικών επιχειρήσεων. Οι επιχειρήσεις αυτές, παρότι ζημιογόνες για σειρά χρήσεων, παραμένουν σε λειτουργία, σωρεύοντας χρέη και υποχρεώσεις προς τους εργαζομένους τους, τους φορείς του δημοσίου (ασφαλιστικά ταμεία και εφορία) καθώς και τις τράπεζες.
Η διατήρηση της λειτουργίας σημαντικού αριθμού μη βιώσιμων επιχειρηματικών σχημάτων ενέχει σημαντικά κόστη, όχι μόνο για τον επιχειρηματικό κόσμο και τον τραπεζικό κλάδο, αλλά και για ολόκληρη την οικονομία. Αυτό συμβαίνει γιατί, καθώς οι μη βιώσιμες επιχειρήσεις λειτουργούν με χαμηλό βαθμό παραγωγικότητας, συμπιέζουν προς τα κάτω την παραγωγικότητα ολόκληρης της οικονομίας.
Επιπρόσθετα, παραμένοντας ενεργές εγκλωβίζουν παραγωγικούς συντελεστές (κεφάλαιο και εργασία), στερώντας πόρους από τις υπόλοιπες επιχειρήσεις. Είναι δε σύνηθες το φαινόμενο του αθέμιτου ανταγωνισμού από πλευράς των επιχειρήσεων αυτών, επηρεάζοντας τις προοπτικές και την κερδοφορία ολόκληρων επιχειρηματικών κλάδων. Τέλος, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια επιβαρύνουν τους ισολογισμούς των τραπεζικών ιδρυμάτων, περιορίζουν τη χρηματοδότηση των βιώσιμων επιχειρήσεων και αυξάνουν το κόστος των παρεχόμενων κεφαλαίων προς την υπόλοιπη οικονομία.
Καθώς λοιπόν οι συνθήκες για ριζικά πιο ρηξικέλευθες και μακροπρόθεσμες λύσεις στα προβλήματα της εγχώριας επιχειρηματικότητας φαίνεται να ωριμάζουν, ταυτόχρονα γίνεται και πιο επιτακτική η ανάγκη για την εκτίμηση του δυνητικού οφέλους που μπορεί να προκύψει για όλους τους εμπλεκόμενους φορείς από ένα πρόγραμμα ευρείας αναδιάρθρωσης των ελληνικών μη βιώσιμων επιχειρήσεων.
Την ανάγκη αυτή επιχειρεί να καλύψει η μελέτη του κ. Ηλία Λεκκού, Επικεφαλής Οικονομολόγου της Τράπεζας Πειραιώς και της επιστημονικής συνεργάτιδός του κ. Εύης Βλάχου, με την οποία επιδιώκουν να εκτιμήσουν τα δυνητικά οφέλη από την αναδιάρθρωση και εξυγίανση ενός τμήματος (περίπου 1/3) των ελληνικών μη βιώσιμων επιχειρήσεων.
Ξεκινώντας από έναν πολύ συντηρητικό ορισμό της μη βιώσιμης επιχείρησης, σύμφωνα με τον οποίο ως μη βιώσιμη ορίζεται η επιχείρηση η οποία βρίσκεται σε λειτουργία για πέντε (5) έτη και άνω – έτσι ώστε να εξαιρούνται οι νεοφυείς επιχειρήσεις – και διατηρεί επίπεδα κερδοφορίας τόσο χαμηλά έτσι ώστε να μην μπορούν να καλύψουν τους τρέχοντες τόκους δανείων (δηλαδή σε τεχνικούς όρους επιχειρήσεις με βαθμό κάλυψης χρηματοοικονομικών δαπανών μικρότερο της μονάδας) για τρία (3) συνεχόμενα έτη, προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:
- Οι μη βιώσιμες επιχειρήσεις αποτελούν το 7,1% του συνολικού δείγματος το 2016. Ιδιαίτερα υψηλό είναι το ποσοστό των μη βιώσιμων επιχειρήσεων με 21-40 έτη λειτουργίας (37,8%).
- Το μεγαλύτερο ποσοστό (8,2%) μη βιώσιμων επιχειρήσεων είναι πολύ μικρές και ακολουθούν οι μεσαίες (6%) και οι μικρές (5,2%), ενώ το μικρότερο ποσοστό (4,4%) καταγράφεται στις μεγάλες επιχειρήσεις. Ωστόσο, λόγω μεγέθους ο οικονομικός αντίκτυπος των μεγάλων μη βιώσιμων επιχειρήσεων είναι σημαντικά μεγαλύτερος έναντι των άλλων κατηγοριών.
- Στις μη βιώσιμες επιχειρήσεις είναι εγκλωβισμένο παραγωγικό δυναμικό (όπως αυτό αντικατοπτρίζεται στην αξία του ενεργητικού τους) ύψους €28,4 δισ., αξία που αντιστοιχεί στο 16,3% του ΑΕΠ.
- Αντίστοιχα στο παθητικό τους, οι μη βιώσιμες επιχειρήσεις έχουν αναλάβει υποχρεώσεις ύψους €23,5 δισ. ή 22,6% του συνόλου (τις οποίες είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν) και έχουν ετήσιες χρηματοοικονομικές δαπάνες €613 εκατ.
- Κατά μέσο όρο η αναλογία υποχρεώσεις προς ενεργητικό δεν είναι πολύ υψηλή για τις βιώσιμες επιχειρήσεις (56,1%), όταν για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις είναι αρκετά υψηλότερη (82,6%).
- Τα αποτελέσματα των μη βιώσιμων επιχειρήσεων σε επίπεδο EBITDA ανέρχονται σε €-413 εκατ., ενώ σε επίπεδο προ φόρων φτάνουν τα €-1,3 δισ. Κατά συνέπεια, το περιθώριο κερδοφορίας EBITDA διαμορφώνεται σε -10,3% και η αποδοτικότητα ενεργητικού (ROA) σε -1,5%.