Ζαμπία Λαζανάκη
της Ζαμπίας Λαζανάκη*

Παρασκευή απόγευμα, λίγο φθινοπωρινό, στο κλείσιμο της πόρτας της Άνοιξης μπήκε λίγη μυρωδιά βρεγμένου χώματος λίγο ορεινού, βουνίσιου.

Ανηφορίζουμε προς Ανώγεια.

Κάνουμε συχνά αυτήν τη διαδρομή γιατί σε αυτή  υπάρχει ένα μικρό  χωριουδάκι που ξεπετάγεται  μες στην ομίχλη σαν θρύλος, το Καμαράκι! Τόπος καταγωγής του άνδρα μου και των γονιών του, του κ.Ηρακλή και της κ. Μαρίας. Τόπος καταγωγής των παιδιών μου!

Σήμερα  όμως δε θα προσπεράσω το μνημείο που βρίσκεται στο Γωνιανό φαράγγι με ένα απλό  χαιρετισμό όπως κάνω  συνήθως!

Για την Μάχη  της Κρήτης μιλήσαμε σήμερα στα παιδιά και οι μνήμες αυτού του μνημείου ξεπλύθηκαν από την βροχερή  Παρασκευή  και ήρθαν ολοκαίνουργιες να σταθούν εκεί χέρι χέρι με τους Ήρωες.

Οι αφηγήσεις της κ.Μαρίας ακούγονται ακόμα στα αυτιά μου με την ίδια την φωνή της που δεν έσβησε ο Θάνατος  και ο Χρόνος, εκεί στην κουζίνα της με την γαλάζια ξύλινη πιατοθήκη και τη μυρωδιά του μεσημεριανού  φαγητού να τις περιτυλίγει,  κι ας ήταν ακόμα πρωί.

Αυτή η παλιά νοικοκυρά ,η γιαγιά των παιδιών μου, που μαγείρευε  φακές  και μύριζε στιφάδο  όλη η γειτονιά!

Ακόμα στα Καμίνια  μιλάνε  για το φαγητό της κι ας έχει  χρόνια να στέσει την κατσαρόλα της στη φωτιά!

Μνήμες, λόγια, φωνές και μυρωδιές δε φεύγουν μαζί με τους ανθρώπους, λες και υπάρχει μια παράξενη συνθηκολόγηση  με τον Θεό.

Η  κ. Μαρία αγαπούσε  τα βιβλία ίσως περισσότερο από ότι τα αγαπάω εγώ,τα ρουφούσε μέσα σε δύο  νύχτες.”Μα ήντα βιβλίο  ήταν αυτό που μου’ φέρες παιδί μου; Όλη μέρα κλαίω”.

Η κ.Μαρία κουβαλούσε  σε όλη της τη ζωή μια δική της ξεχωριστή θλίψη για τον πατέρα της και έναν αγαπημένο που δεν πρόλαβε να τους ζήσει, να τους φροντίσει, να μεγαλώσει  μαζί  τους.

Πρέπει να ήταν στην ηλικία  της μικρής μου κόρης τον Αύγουστο του 1944.

Ο πόλεμος  κοντεύει  να τελειώσει οι κατακτητές μετράνε  μέρες στην Κρήτη  με θυμό και θάνατο και οι Κρητικοί αρχίζουν να ελπίζουν ξανά.

Οι Γερμανοί πληροφορούνται από ένα προδότη, από αυτούς που υπάρχουν πάντα για να αλλάζουν τη ροή  της ιστορίας και των γενεών αλλά και για να κάνουν ήρωες απλούς  ανθρώπους, ότι στο χωριό  Καμαράκι οι κάτοικοι   βοηθούν, περιθάλπουν και ανεφοδιάζουν με  τρόφιμα  τους αντάρτες που τους πολεμούν από  τα βουνά!

Εισβάλουν στο χωριό μετά το  μεσημέρι την ώρα που γινόταν  μια βάπτιση και συλλαμβάνουν 17 Καμαρακιανούς, τρεις Ανωγειανούς και ένα Αστυρακιανό

Αυτοί οι 21 δεν ήταν μόνο ένας αριθμός και μια καταγωγή.

Ήταν άνδρες, είχαν οικογένεια, παιδιά, όνειρα να τα δουν να μεγαλώνουν στα χώματα που μεγάλωσαν και οι ίδιοι.

Το Καμαράκι τότε ήταν ένα άλλο χωριό με 100 άνδρες να το επανδρώνουν να το ποτίζουν με το ιδρώτα τους να το μεγαλώνουν με τα παιδιά τους, να σφίγγουν την πέτρα του και να αναβλύζουν ρυάκια.

Ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν και ο Μακρυδάκης Αθανάσιος, ο πατέρας της κ.Μαρίας και άλλων πέντε παιδιών.

Τους έβλεπαν  οι γυναίκες και τα παιδιά τους να φεύγουν και σπάραζαν με τον αντίλαλο τους μέχρι και οι ρωγμές  από τους τοίχους των σπιτιών τους.

Έβλεπε και η Μαρία  τον πατέρα της να φεύγει για τον Άδη  και κρατούσε σφιχτά  το χέρι της μάνας της της κ.Ρήνης.

Έβλεπε και κάποιον άλλον να φεύγει, κάποιον που δεν είχε τολμήσει ποτέ να κοιτάξει στα μάτια, μόνο το βράδυ που ξάπλωνε στο μεγάλο  κρεβάτι ,μαζί με τα αδέλφια της, τον κοιτούσε  κατάματα!

Έκλαιγε η μικρή  Μαρία και εκείνος γύριζε και την κοίταξε για πρώτη  και τελευταία  φορά.

«Γεια σου Μαριώ…» της είπε και  ανέβηκε πάνω στο Γερμανικό  φορτηγό.

Και αποχαιρέτησαν και οι είκοσι και το Μαριώ και τον τόπο  τους και την ελπίδα να προλάβουν να τον δουν ελεύθερο!

Βασανίστηκαν στην Τύλισο και εκτελέστηκαν,κάποιοι στο Γωνιανό Φαράγγι κάποιοι στης  «Μηλιάς το Ρυάκι» στη Μονή.

Κάποια κοπελούδια είχαν ανέβει  πάνω στα δέντρα και μετέφεραν όσα είδαν  στις οικογένειες των Ηρώων.

Ο Αθανάσιος  Μακρυδάκης την ώρα της εκτέλεσης  αναγνώρισε  τον προδότη «Σκύλε σύντεκνε εσύ μας έφαγες» κι εκείνος…τον αποκεφάλισε πριν ξεκινήσει η εκτέλεση.

Εκτελέστηκαν άνθρωποι και ανέβηκαν στον ουρανό  Ήρωες από αυτούς  που τους γεννά ο πόλεμος, ο τόπος, η ανδρεία, η προδοσία.

Από εκείνον  τον ματωμένο  Αύγουστο  η κ.Ρήνη έθαψε τον άνδρα της δύο φορές. Την πρώτη φορά  πήρε το ακέφαλο σώμα του το φουσκωμένο ρέμα του Φαραγγιού. Εκείνη όπως όλες οι μαυροφορεμένες χήρες γέμισαν τα σακιά που κρατούσαν με τα κουφάρια των ανδρών τους και τα έθαψαν ξανά.

Και το Μαριώ η γιαγιά των παιδιών  μου αποχαιρέτησε για λίγο τα όνειρα και παντρεύτηκε μικρή  για να απαλλάξει τη μάνα της από το δικό της βάρος.

Η ζωή όμως όταν χρωστάει ξεπληρώνει χωρίς φειδώ και η ζωή χρωστούσε  στο Μαριώ και ο άνδρας  που παντρεύτηκε ο κ.Ηρακλής την λάτρεψε και τον λάτρεψε κι εκείνη και έγινε ο τοίχος για να ακουμπήσει  η μανά  της με τα πέντε  παιδιά.

Και η κ.Ρήνη αξιώθηκε να δει εγγόνια και δίγγονα.

Μόνο εκείνοι οι ήρωες που έφυγαν έγιναν σκάλισμα  σε μια μαρμάρινη πλάκα!

Μόνο εκείνο το μικρό χωριό που ερήμωσε από τότε  μεταμορφώθηκε σε θρύλο.

Έτσι είναι ο πόλεμος.

Θρύλους αφήνει, θάνατο και ήρωες.

Τον επόμενο  Αύγουστο  που θα τιμήσουμε  την μνήμη  των πεσόντων,

θα πάω πάνω από το ματωμένο φαράγγι και θα φωνάξω με όλη την φωνή  που έχω  μέσα  μου:

«Γεια σου Μαριώ…».

Για όλους εκείνους που έφυγαν με μια ντουζίνα  εκκρεμότητες, με μια πίκρα και ένα γιατί.

Για όλους εκείνους που έγιναν ήρωες χωρίς να τους ρωτήσει ο πόλεμος.

Για όλους εκείνους που πολεμάνε ακόμα για τη ματαιοδοξία κάποιων  που είδαν την ασκιανάδα τους πολλά  πρωί, όπως  λέμε  στην Κρήτη.

Και θα το φωνάξω τόσο δυνατά να αντιλαλήσει το φαράγγι, το Μαλεβίζι και όλη η αδιάβαστη  ιστορία!

Πήγες:Διηγήσεις: Μαρίας Μακρυδάκη Στρατήγη, Νικολάου Μακρυδάκη.