Ήταν 1 Ιανουαρίου του 1999 όταν 11 ευρωπαϊκές χώρες καθόρισαν τις συναλλαγματικές τους ισοτιμίες και δημιούργησαν ένα νέο νόμισμα: το ευρώ.
Επρόκειτο για το δεύτερο σημαντικό βήμα για τη «γέννηση» του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος μετά από την επίσημη υιοθέτησή του στις 16 Δεκεμβρίου του 1995. Πριν από ακριβώς 20 χρόνια, το ευρώ εισήχθη στις παγκόσμιες οικονομικές αγορές ως λογιστικό νόμισμα, αντικαθιστώντας την πρώην Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα σε αναλογία 1:1 με το δολάριο.
Μόλις τρία χρόνια αργότερα, το ευρώ μπήκε σε κυκλοφορία και άρχισε να αντικαθιστά τα εθνικά νομίσματα -μεταξύ των οποίων και η δραχμή. Έκτοτε άλλες οκτώ χώρες έχουν μπει στην Ευρωζώνη ενώ άλλα επτά κράτη έχουν πάρει το «πράσινο φως» να υιοθετήσουν το ευρωπαϊκό νόμισμα, εφόσον πρώτα καταφέρουν να εκπληρώσουν κάποια προαπαιτούμενα.
Σε γενικές γραμμές το «πείραμα» του ευρώ πέτυχε. Όπως γράφουν οι Financial Times, τα ¾ των πολιτών της Ευρωζώνης είναι υπέρ του ευρώ – το υψηλότερο ποσοστό από το 2004- παρότι το τελευταίο διάστημα παρατηρείται μια αντιευρωπαϊκή στροφή σε πολλές χώρες της Γηραιάς Ηπείρου.
Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν είναι όλα… ρόδινα.
Όταν η οικονομική κρίση «χτύπησε» την Ευρωζώνη, ο ευρωπαϊκός πολιτικός κόσμος αλλά και οι απλοί πολίτες ανησυχούσαν ότι επρόκειτο για την αρχή του τέλους του ευρώ. «Αρκετοί επενδυτές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο μόνος τρόπος διάσωσης για τις χώρες που βρέθηκαν στη δίνη της κρίσης ήταν να αποχωρήσουν από το ευρώ» είπε ο Μάριο Ντράγκι, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τον Μάιο.
Ωστόσο, τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης έκαναν μεγάλες θυσίες για να μη διασπαστεί η Ένωση.
Το 2010, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας δημιούργησε ένα προσωρινό εργαλείο για να βοηθήσει οικονομικά την Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία. Συνολικά δόθηκαν δάνεια ύψους 175 δισ. ευρώ.
Τι έφερε στην Ελλάδα
Για την Ελλάδα η ώρα του ευρώ σήμανε το 2000, οπότε το Συμβούλιο απεφάνθη ότι χώρα πληρούσε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος. Έτσι η χώρα εισήλθε στη ζώνη του ευρώ την 1η Ιανουαρίου του 2001.
Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Santa Maria da Feira στις 19 Ιουνίου για την ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ την 01/01/2001 αποτελεί αναμφίβολα ένα σημαντικό σταθμό στην ιστορία της χώρας. Η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί την ολοκλήρωση της μακρόχρονης πορείας ονομαστικής σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας και δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την επίτευξη της πολυπόθητης πραγματικής σύγκλισης με την επιτάχυνση των ρυθμών ανάπτυξης και την προώθηση της κοινωνικής συνοχής.
Ένα χρόνο αργότερα, την 1η Ιανουαρίου του 2002, το ευρώ έκανε την εμφάνιση του σε φυσική μορφή με κέρματα και τραπεζογραμμάτια. Έως τις 3 Ιανουαρίου 2002, το 96% όλων των αυτόματων ταμειακών μηχανών (ΑΤΜ) στη ζώνη του ευρώ έδιναν χαρτονομίσματα ευρώ. Και μέσα σε μία εβδομάδα από την εισαγωγή του, περισσότερες από τις μισές συναλλαγές μετρητών πραγματοποιούνταν σε ευρώ. Η αλλαγή νομίσματος ολοκληρώθηκε μέσα σε δύο μήνες. Τα εθνικά χαρτονομίσματα και κέρματα έπαψαν να αποτελούν νόμιμο χρήμα στα τέλη Φεβρουαρίου του 2002 το αργότερο, και νωρίτερα σε μερικά κράτη μέλη.
Βέβαια το εγχείρημα της νομισματικής ένωσης, και το αίσθημα της σταθερότητας που εδραιώνεται από αυτή την μακροχρόνια διαδικασία, δεν είναι ικανό από μόνο του να οδηγήσει σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και σε ικανοποιητικό επίπεδο απασχόλησης. Επιπροσθέτως η εμπειρία της ένωσης τόσο της Ιταλίας όσο και της Γερμανίας τον 19ο αιώνα κατέδειξαν ότι το ιστορικό προηγούμενο του ανοίγματος των αγορών και η δημιουργία ενός ενιαίου χώρου δεν αποφέρει μία δίκαιη κατανομή των κερδών μεταξύ των διαφορετικών γεωγραφικών περιφερειών. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι σε πρόσφατη ομιλία του παραδέχθηκε ότι ενώ ορισμένες χώρες, όπως αυτές της Βαλτικής, η Μάλτα και η Σλοβακία, κατόρθωσαν να περιορίσουν το χάσμα που τους χώριζε με την ΕΕ (η διαφορά μεταξύ του κατά κεφαλήν εισοδήματος των χωρών αυτών και του μέσου όρου της ΕΕ έχει μειωθεί κατά το 1/3 από το 1999 μέχρι σήμερα), άλλες χώρες όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία μετά την ένταξη τους απέτυχαν να γεφυρώσουν αποτελεσματικά την απόσταση που τις χώριζε εξ αρχής από τα πιο ανεπτυγμένα κράτη μέλη.
Το γεγονός αυτό άλλωστε αντανακλάται στη δυσαρέσκεια των πολιτών, όπως αυτή αποτυπώνεται στο Ευρωβαρέμετρο, οι οποίοι θεωρούν ότι η ζωή τους έχει επιδεινωθεί μετά την ένταξη της χώρας στο ευρώ. Σύμφωνα λοιπόν με τα ευρήματα της έρευνας αυτής που διεξάγει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ποσοστό των Ελλήνων που εμφανιζόταν επαρκώς ικανοποιημένο (fairly satisfied) από 52,65% το 1999 υποχώρησε στο 42% το 2018. Αντιθέτως το ποσοστό που δήλωναν ότι δεν είναι καθόλου ικανοποιημένοι έφθασε φέτος στο 17,18% από 6,79% αντιστοίχως. Η Ελλάδα, η οποία επλήγη περισσότερο από όλες τις υπόλοιπες της ΕΕ από την κρίση είναι μία από τις λίγες χώρες της ΕΕ όπου καταγράφονται υψηλότερα ποσοστά δυσαρέσκειας μετά την έναρξη στο ευρώ.
Οι Έλληνες 20 χρόνια μετά την έλευση του ευρώ δεν είναι μόνο πιο φτωχοί, συγκρίνοντας το κατά κεφαλήν εισόδημα, αλλά και από τους πλέον υπερχρεωμένους πολίτες στη ζώνη του ευρώ. Την αποκλίνουσα εικόνα της ελληνικής οικονομίας, συμπληρώνει το υψηλό ποσοστό ανεργίας. Το χρέος των νοικοκυριών υπερτριπλασιάστηκε καθώς από το 37,5% του διαθέσιμου εισοδήματος το 2001 (σύμφωνα με τα στοιχειά του ΟΟΣΑ) ξεπέρασε το 114% το 2017. Αν στις οφειλές των νοικοκυριών προστεθούν και αυτές των επιχειρήσεων τότε το χρέος των ιδιωτών αγγίζει πλέον το 137% της οικονομικής δραστηριότητας.