Καταστροφικές συνέπειες για την αγοραστική δύναμη και την επιβίωση των ελληνικών νοικοκυριών έχει η πολιτική της υπερφορολόγησης της ακίνητης περιουσίας των πολιτών, κάτι που αποτυπώνεται με τον πιο ανάγλυφο τρόπο στα στοιχεία που δημοσίευσε αυτή την εβδομάδα η Eurostat. Το 2016 στην Ελλάδα το ποσοστό των νοικοκυριών τα οποία δαπανούσαν περισσότερο από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για κάλυψη αναγκών στέγασης ανήλθε σε 40,5%, τη στιγμή που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος δεν ξεπερνάει το 11,1%.
Η εικόνα είναι σχεδόν αμετάβλητη την τελευταία τριετία, καθώς το 2015 το αντίστοιχο ποσοστό έχει ανέλθει σε 40,9% έναντι 11,3 του μέσου όρου της Ε.Ε. και το 2014 σε 40,7% (11,5% στην Ε.Ε.).
Αύξηση κατά 4,7% σημείωσαν κατά μέσο όρο οι τιμές των κατοικιών στις αγορές της Ε.Ε. για το πρώτο τρίμηνο του 2018, έναντι του αντίστοιχου διαστήματος του 2017, ενώ στο 4,5% αντιστοιχεί η άνοδος για τις χώρες του ευρώ, όπως προκύπτει από τα νούμερα της Eurostat. Στην Ελλάδα, με βάση τα στοιχεία από τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα, όπως αυτά συγκεντρώνονται από την Τράπεζα της Ελλάδος, οι τιμές για το διάστημα Ιανουαρίου- Μαρτίου ήταν κατά μέσο όρο μειωμένες οριακά, κατά 0,2% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2017 (σε ονομαστικούς όρους).
Στην Ελλάδα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΤτΕ, η μείωση των τιμών το α’ τρίμηνο του 2018 σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2017 ήταν οριακή κατά 0,1% για τα καινούρια διαμερίσματα, δηλαδή ηλικίας έως 5 ετών και 0,3% για τα παλιά, δηλαδή ηλικίας άνω των 5 ετών, αν και, πλέον με δεδομένη την κατάρρευση της οικοδομικής δραστηριότητας τα καινούρια σπίτια είναι ελάχιστα στην αγορά. Από την ανάλυση των στοιχείων κατά γεωγραφική περιοχή προκύπτει ότι οι τιμές των διαμερισμάτων το α΄ τρίμηνο του 2018 σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2017 μειώθηκαν οριακά κατά 0,1% στην Αθήνα, 0,3% στη Θεσσαλονίκη και στις άλλες μεγάλες πόλεις και 0,4% στις λοιπές περιοχές της χώρας.