Πέντε στις 100 επιχειρήσεις που κλείνουν επαναδραστηριοποιούνται είτε σε άλλη περιοχή είτε με άλλο αντικείμενο, ενώ αρκετές συνεχίζουν να διατηρούν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία, σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ).
Επίσης καταγράφεται η τάση οι νέες επιχειρήσεις να συγκεντρώνονται στα τμήματα των εμπορικών αγορών που υπάρχει ήδη δραστηριότητα, δηλαδή στις πιάτσες. Ενώ ο μεγαλύτερος όγκος της αρνητικής κινητικότητας είναι στις δευτερεύουσες αγορές.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, υπάρχουν εμφανείς ενδείξεις ανάκαμψης της ζήτησης στο ελληνικό λιανεμπόριο. Η βασική διαπίστωση, μετά τον έλεγχο ισολογισμών ΑΕ και ΕΠΕ αλλά και πολύ μικρών επιχειρήσεων με τζίρο κάτω των 200.000 ευρώ, είναι ότι ο κύκλος εργασιών αυξήθηκε το 2017 κατά 8,7% ενώ και η απασχόληση τονώθηκε με 33.000 νέες θέσεις εργασίας στο λιανεμπόριο.
Στην ίδια έκθεση καταγράφεται η υπερχρέωση των λιανεμπορικών επιχειρήσεων κυρίως προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία η οποία αυξήθηκε σε σχέση με το 2016. Συγκεκριμένα οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία το πρώτο εξάμηνο του 2017 άγγιξαν το 31% από 29% το α’ εξάμηνο του 2016, ενώ σταθερά υψηλές παρέμειναν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς Ασφαλιστικά Ταμεία 30%.
Η χρηματοδότηση των περισσότερων επιχειρήσεων έγινε είτε μέσω ιδίων κεφαλαίων (87,7%), είτε μέσω προσωπικών κεφαλαίων του ιδιοκτήτη (52,9%). Το συγκεκριμένο στοιχείο επιβεβαιώνει την αδυναμία πρόσβασης στον τραπεζικό δανεισμό. Σημειώνεται επίσης πως στο πρώτο εξάμηνο του 2017 το 1/3 των εμπορικών επιχειρήσεων δεν εξυπηρετούσε το δάνειό του όταν το αντίστοιχο διάστημα του 2016 το ποσοστό αυτό ήταν στο ½. Προφανώς αυτή η βελτίωση οφείλεται και στο γεγονός ότι οι τράπεζες προχώρησαν σε ρυθμίσεις δανείων το προηγούμενο διάστημα.
Σε ό,τι αφορά τις μικρές επιχειρήσεις, καταγράφεται οριακή αύξηση του κύκλου εργασιών, αφού ο μέσος κύκλος εργασιών αυξήθηκε από τις 130.000 ευρώ το 2016 στις 150.000 ευρώ ο 2017. Με βάση την έρευνα της ΕΣΕΕ προκύπτει ισχυροποίηση της θέσης των ασιατικών προϊόντων, είτε ως πρώτες ύλες είτε ως τελικό προϊόν, και εξασθένιση της θέσης των ελληνικών προϊόντων.