Μείωση κατά 2,7 δισ. ευρώ ή κατά 2,3% σημείωσε πέρυσι σε σχέση με το 2015 το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών οργανισμών που εξυπηρετούν νοικοκυριά, και διαμορφώθηκε σε 114 δισ. ευρώ από 116,7 δισ. ευρώ έναν χρόνο πριν. Ως αποτέλεσμα, η τελική καταναλωτική δαπάνη μειώθηκε κατά 1,3 δισ. ευρώ ή κατά 1%, από 123 δισ. ευρώ σε 121,7 δισ. ευρώ.
Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από τους ετήσιους μη χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς θεσμικών τομέων που δημοσιοποίησε η ΕΛΣΤΑΤ, σύμφωνα επίσης με τους οποίους το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών οργανισμών που εξυπηρετούν νοικοκυριά (ορίζεται ως η ακαθάριστη αποταμίευση προς το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα) ήταν -6,8% το 2016 έναντι -5,4% το 2015.
Ενώ η εξέλιξη του ποσοστού των επενδύσεων του τομέα των μη- χρηματοοικονομικών εταιρειών (ορίζεται ως ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου προς την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία) ήταν 18,2% το 2016 έναντι 15,2% το 2015. Επίσης πέρυσι καταγράφηκε έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών κατά 1,3 δισ. ευρώ έναντι πλεονάσματος 0,1 δισ. ευρώ που είχε καταγραφεί το 2015.
Παράλληλα, η συνολική οικονομία παρουσίασε το 2016 καθαρή χορήγηση δανείων 1,7 δισ. ευρώ σε σχέση με την αλλοδαπή σε σύγκριση με το 2015 που η καθαρή χορήγηση δανείων ανερχόταν σε 4,2 δισ. ευρώ.
Οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών διαμορφώθηκαν πέρυσι σε 54,3 δισ. ευρώ (από 55,8 δισ. ευρώ το 2015) και οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών σε 53,1δισ. ευρώ (από 55,9 δισ. ευρώ).
Σημειώνεται ότι οι ετήσιοι μη- χρηματοοικονομικοί λογαριασμοί θεσμικών τομέων παρέχουν μια συνολική περιγραφή της ελληνικής οικονομίας, βασισμένη στην ανάλυση της οικονομικής συμπεριφοράς των θεσμικών τομέων που τη συνθέτουν (νοικοκυριά και μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που εξυπηρετούν νοικοκυριά, μη-χρηματοοικονομικές εταιρείες, χρηματοοικονομικές εταιρείες, γενική κυβέρνηση), καθώς και των σχέσεων της εθνικής οικονομίας με τον υπόλοιπο κόσμο (αλλοδαπή).