Σε μια περίοδο όπου τα νοικοκυριά της Ελλάδας αδυνατούν να καταβάλουν τις οφειλές τους ή να ξεπληρώσουν δάνεια τους, η ελληνική οικονομία σημειώνει άλλη μια «πρωτιά», αυτή της αύξησης της φορολόγησης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, για την αναλογία της φορολογίας επί του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος (ΑΕΠ) των κρατών μελών της ΕΕ, η Ελλάδα εμφάνισε τη μεγαλύτερη άνοδο από όλες τις χώρες με αύξηση ύψους 2,3% μεταξύ του 2015 και 2016.
Τα δεδομένα αυτά δεν δείχνουν πως όλοι οι φόροι αυξήθηκαν μόνο κατά 2.3% αλλά πως το ύψος της φορολογίας σε δισ. ευρώ ως λόγος του ΑΕΠ (το οποίο επίσης μετριέται σε δισ. ευρώ) αυξήθηκε περισσότερο από τις υπόλοιπες χώρες το προηγούμενο έτος, από 39,8% το 2015 σε 42,1% το 2016.
Δυστυχώς, η Ελλάδα παρουσιάζει τη μεγαλύτερη αύξηση και την ακολουθούν Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Πολωνία, Λιθουανία. Από την άλλη πλευρά, πρωταθλητές στη μείωση της φορολογίας ήταν η Ρουμανία με 2.0%, η Αυστρία, το Βέλγιο, η Ισπανία και η Ιταλία.
Σημειώνουμε πως όλες αυτές οι χώρες είχαν θετικό ρυθμό ανάπτυξης τα έτη αυτά.
Τι είναι ο λόγος φορολογίας επί ΑΕΠ και τι σημαίνει;
Ο λόγος της φορολογίας επί του ΑΕΠ συγκρίνει το μέγεθος της φορολογίας που συλλέγει μια κυβέρνηση με το ΑΕΠ της.
Το ΑΕΠ μιας χώρας αποτελεί τη συνολική αγοραία αξία όλων των αγαθών και υπηρεσιών που παράγει, κάτι σαν μια τιμή στη συνολική της παραγωγή. Φορολογία και ΑΕΠ είναι συνδεδεμένα, όσο μεγαλύτερο το ΑΕΠ τόσο περισσότεροι οι φόροι σε μια χώρα, από την άλλη πλευρά όμως αν η οικονομία αυξηθεί και η φορολογία μείνει στάσιμη, τότε τα εισοδήματα ενός κράτους μειώνονται.
Το ερώτημα στην περίπτωση της Ελλάδας είναι πως το ΑΕΠ το 2015 μειώθηκε κατά 0.2% και παρέμεινε στάσιμο το 2016, όμως η κυβέρνηση (για την κάλυψη του πρωτογενούς πλεονάσματος) αποφάσισε μια ραγδαία αύξηση φόρων, οδηγώντας στην αύξηση του λόγου φόρων/ΑΕΠ. Ο επιπλέον αυτός φόρος πληρώθηκε από τα νοικοκυριά, των οποίων η αγοραστική δύναμη είναι σημαντικά μειωμένη.
Το ερώτημα αυτό γίνεται ακόμη πιο πιεστικό όταν αναλογιστεί κανείς πως το 2016, η ανεργία στην Ελλάδα άγγιζε το 23%, δηλαδή σχεδόν έναν στους τέσσερις Ελληνες.