Για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά η Ελλάδα κατέχει το δεύτερο χαμηλότερο στην ΕΕ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ! Με βάση την αγοραστική δύναμη παρέμεινε και το 2023 στο 67% του μέσου όρου της ΕΕ, δηλαδή κατά ένα τρίτο χαμηλότερο, με χαμηλότερο μόνο της Βουλγαρίας (64%).
Σημειώνεται ότι και το 2022 ανερχόταν επίσης στο 67% του μέσου κατά κεφαλήν ΑΕΠ της ΕΕ, που σημαίνει ότι δεν σημειώθηκε κάποια σύγκλιση.
Την ίδια ώρα μείωση του πραγματικού εισοδήματος απο εργασία κατά 8,3% την τριετία 2019 – 2023, δυσκολία στο ένα τρίτο των νοικοκυριών (36%) να ανταπεξέλθει στις δαπάνες βασικών αναγκών, διαπιστώνει και η ετήσια έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ (Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ) για την οικονομία και την απασχόληση.
Σύμφωνα με την έκθεση συνολικά, την περίοδο 2019-2023 η Ελλάδα καταγράφει τη μεγαλύτερη ποσοστιαία μείωση του πραγματικού εισοδήματος από εργασία (-8,3%) σε σχέση με όλες τις χώρες της ΕΕ-27. Επομένως, η Ελλάδα όχι απλώς δεν συγκλίνει με την ΕΕ-27 σε όρους κοινωνικής βιωσιμότητας, αλλά αποκλίνει ταχύτατα και από τις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες και από τις περιφερειακές χώρες, που αναπτύχθηκαν την ίδια περίοδο ραγδαία.Αντίθετα, η Βουλγαρία συνέκλινε καθώς ο σχετικός δείκτης αυξήθηκε στο 64% από 62% το 2022. Το ίδιο συνέβη και με τη Σλοβακία, όπου αυξήθηκε στο 73% από 71%, ενώ στη Λετονία μειώθηκε στο 71% από 72%.
To υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ πάντως είχαν το Λουξεμβούργο (240% του μέσου όρου) και η Ιρλανδία (212%).Η κατά κεφαλήν κατανάλωση, σε όρους αγοραστικής δύναμης, στην Ελλάδα ήταν επίσης χαμηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ, αλλά η απόσταση από αυτόν ήταν μικρότερη, καθώς ανήλθε στο 79% από 78% το 2022.
Άλλωστε σε ότι αφορά την ακρίβεια και την φτώχεια η έκθεση του ΙΝΕ παρατηρεί πως κατά την τριετία 2021-2023 περίπου το 36% των νοικοκυριών στην Ελλάδα αντεπεξερχόταν με πολύ μεγάλη δυσκολία στις δαπάνες για την κάλυψη των βασικών του αναγκών.