Η σημασία των Οργανωμένων Υποδοχέων και συγκεκριμένα της ΕΤΒΑ ΒΙ.ΠΕ στην ανάπτυξη της βιομηχανίας και στην ταχύτερη μεγέθυνση της εγχώριας οικονομίας ήταν το αντικείμενο της μελέτης που παρουσίασεχθες σε συνέντευξη Τύπου το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), με τίτλο: «Οικονομικό, Κοινωνικό και Περιβαλλοντικό Αποτύπωμα της Λειτουργίας των Οργανωμένων Υποδοχέων Δραστηριοτήτων: Η Σημασία της ΕΤΒΑ ΒΙ.ΠΕ.».
Η μελέτη, που πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη της ΕΤΒΑ ΒΙΠΕ Α.Ε, αποτίμησε ποιοτικά πλεονεκτήματα και ποσοτικά χαρακτηριστικά των οργανωμένων υποδοχέων στην Ελλάδα.
Η μελέτη συνιστά μια πρώτη προσπάθεια να αναδειχθεί η σημασία της καλύτερης οργάνωσης των άτυπων βιομηχανικών συγκεντρώσεων, όπως και των όρων υπό τους οποίους οι υφιστάμενοι Οργανωμένοι Υποδοχείς Μεταποιητικών Δραστηριοτήτων (ΟΥΜΕΔ) μπορούν να είναι πιο αποδοτικοί.
Τα κύρια σημεία της μελέτης είναι τα ακόλουθα:
Ρυθμιστικό πλαίσιο
Οι χρονοβόρες διαδικασίες αδειοδότησης στην Ελλάδα, η διάσπαρτη δόμηση και η έλλειψη ολοκληρωμένου χωρικού σχεδιασμού, αποτελούν σημαντικά εμπόδια για την ενίσχυση και προσέλκυση επενδύσεων, ειδικά στον τομέα της βιομηχανίας.
Μια σειρά από νομοθετικές παρεμβάσεις έχουν θεσπιστεί την τελευταία οκταετία στην κατεύθυνση της απλοποίησης των διαδικασιών αδειοδότησης, αλλά και στο ευρύτερο πλαίσιο ρύθμισης της λειτουργίας των οργανωμένων υποδοχέων μεταποιητικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας (ΟΥΜΕΔ).
Στις περισσότερες περιπτώσεις, το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο προσπαθεί να δώσει κίνητρα για τη δημιουργία νέων παραγωγικών δραστηριοτήτων μέσα σε οργανωμένες δομές, να προωθήσει έναν ολοκληρωμένο χωρικό σχεδιασμό λαμβάνοντας υπόψη την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά και να επιλύσει χρόνια προβλήματα στην αγορά των ΟΥΜΕΔ.
Ατέλειες αγοράς ΟΥΜΕΔ
Η εγκατάσταση βιομηχανικών μονάδων εντός ΟΥΜΕΔ φέρει σημαντικά πλεονεκτήματα, καθώς η προς εγκατάσταση επιχείρηση αποφεύγει όλες τις διαδικασίες αδειοδότησης.
Ωστόσο, παρά την ιδιαίτερη σημασία και τα πλεονεκτήματα που προκύπτουν από την ύπαρξη ΟΥΜΕΔ και την εγκατάσταση σε αυτούς παραγωγικών μονάδων, φαίνεται ότι εμμένουν ορισμένες θεσμικές αστοχίες που επιβαρύνουν τη διαχείριση και λειτουργία των ΟΥΜΕΔ.
Σημαντική ατέλεια θεωρείται η διάσπαρτη δόμηση βιομηχανικών μονάδων η οποία προκαλεί θέματα ανταγωνισμού μεταξύ των εγκατεστημένων και μη επιχειρήσεων, κυρίως λόγω του τιμολογούμενου κόστους που υφίστανται οι εγκατεστημένες επιχειρήσεις.
Επίσης, σημαντικό είναι το φαινόμενο του «free riding» των επιχειρήσεων, καθώς αρκετές επιχειρήσεις, ενώ λειτουργούν εντός ΟΥΜΕΔ, δεν ακολουθούν τους όρους του Κανονισμού Λειτουργίας, με αποτέλεσμα υψηλό κόστος διαχείρισης και πολύχρονη δικαστική αντιδικία.
Διεθνής εμπειρία
Στη μελέτη αξιολογείται η διεθνής εμπειρία που δείχνει την αξία της ανάπτυξης των οργανωμένων βιομηχανικών περιοχών και της παροχής σύγχρονων υπηρεσιών σε ένα ανεπτυγμένο δίκτυο υποδομών. Τα βιομηχανικά πάρκα θεωρούνται κομβικά αναπτυξιακά εργαλεία, ειδικά σε χώρες με βαρύνουσα μεταποίηση, καθώς οι οργανωμένοι υποδοχείς μπορούν να συνεισφέρουν σημαντικά στην επίτευξη περιβαλλοντικών και κλιματικών στόχων.
Αυτό που ξεχωρίζει στα περισσότερα επιτυχημένα και σύγχρονα πάρκα, είναι η ανάπτυξη συνεργειών μεταξύ των εγκατεστημένων επιχειρήσεων, η σύνδεσή τους με ερευνητικά κέντρα και εκπαιδευτικά ιδρύματα, καθώς και η προτεραιότητα στην προστασία του περιβάλλοντος.
Τα τελευταία χρόνια κλιμακώνεται και η ανάπτυξη των οικολογικών βιομηχανικών πάρκων που έχουν ως στόχο τη βιομηχανική συμβίωση, δηλαδή τη συνεργασία, μέσω ανταλλαγής υπηρεσιών και προϊόντων και της κοινής διαχείρισης ενέργειας, υδάτων και αποβλήτων, μεταξύ των βιομηχανικών μονάδων, με στόχο το συλλογικό όφελος και την προστασία του περιβάλλοντος.
Οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό αποτύπωμα ΕΤΒΑ-ΒΙΠΕ
Στη μελέτη χαρτογραφήθηκαν οι εγκατεστημένες επιχειρήσεις στις 25 ΒΙΠΕ που διαχειρίζεται η ΕΤΒΑ-ΒΙΠΕ, οι οποίες εκτιμώνται περί τις 2.300. Εκτιμήθηκε ότι στις ΒΙΠΕ εργάζονται περίπου 36 χιλ. άτομα. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της απασχόλησης (37%) καταγράφεται στις ΒΙ.ΠΕ. της Κεντρικής Μακεδονίας, και ακολουθούν η Ανατολική Μακεδονία, η Θράκη και η Κρήτη με 16,2% και 14,4%, αντίστοιχα.
Το σύνολο του κύκλου εργασιών που πραγματοποιείται εντός των εγκατεστημένων μονάδων στις ΒΙ.ΠΕ. εκτιμήθηκε στα 7,5 δισεκ., εκ. ευρώ των οποίων το 35% περίπου σε ΒΙ.ΠΕ. της Κεντρικής Μακεδονίας και το 15% στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη.
Στη μελέτη προσδιορίστηκαν αναλυτικά τόσο οι άμεσες επιδράσεις της δραστηριότητας εντός των ΒΙ.ΠΕ. στην ελληνική οικονομία, όσο και οι επακόλουθες επιδράσεις της δραστηριότητας αυτών, που προκύπτουν λόγω τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας κατά μήκος της εφοδιαστικής αλυσίδας.
Το συνολικό οικονομικό αποτύπωμα της δραστηριότητας στις ΒΙ.ΠΕ., σε όρους ετήσιας ακαθάριστης αξίας παραγωγής, υπολογίστηκε στα 17,5 δισ. ευρώ, ενώ η συνολική επίδραση της δραστηριότητας στις ΒΙ.ΠΕ. στο ΑΕΠ της χώρας ανέρχεται σε 9,7 δισ. ευρώ. Για κάθε 1 ευρώ προστιθέμενης αξίας που παράγεται από επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις ΒΙ.ΠΕ., η συνολική προστιθέμενη αξία στην ελληνική οικονομία αυξάνεται κατά 3 ευρώ.
Επιπλέον, η συνολική συνεισφορά των παραγωγικών μονάδων στις ΒΙ.ΠΕ. στην απασχόληση, λαμβανομένων υπόψη των έμμεσων και των προκαλούμενων επιδράσεων, φθάνει τις 236 χιλ. θέσεις απασχόλησης, δηλαδή σε περισσότερο από το 5,9% της απασχόλησης στην Ελλάδα.
Η δραστηριότητα στις βιομηχανικές περιοχές της ΕΤΒΑ συνεισφέρει άμεσα και στα δημόσια έσοδα, με την πληρωμή κάθε είδους φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, συνολικού ύψους 770 εκατ. ευρώ, ενώ η συνολική επίδραση του τομέα στα δημόσια έσοδα ανήλθε σε 2,6 δισ. ευρώ.
Αξιοσημείωτο είναι το ύψος του κοινωνικού προϊόντος της δραστηριότητας στις ΒΙ.ΠΕ., το οποίο περιλαμβάνει αμοιβές εργαζομένων, συνεισφορά στα δημόσια έσοδα και συνεισφορά στο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου. Το άμεσο κοινωνικό προϊόν της δραστηριότητας στις ΒΙ.ΠΕ. φτάνει τα 1,7 δισ. ευρώ, ενώ η συνολική συμβολή των παραγωγικών μονάδων στις ΒΙ.ΠΕ. στην παραγωγή κοινωνικού προϊόντος προσεγγίζει τα 5,5 δισ. ευρώ.
Σε περιφερειακό επίπεδο, η δραστηριότητα στις βιομηχανικές περιοχές της ΕΤΒΑ έχει ισχυρό οικονομικό αντίκτυπο στις περιφέρειες της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, της Ηπείρου και της Κεντρικής Μακεδονίας, ενώ έχει επίσης σημαντική συμβολή στις τοπικές οικονομίες της Κρήτης και της Δυτικής Ελλάδας.