Mελέτη του ΔΝΤ αναφέρει ότι η τεχνητή νοημοσύνη δύναται να επηρεάσει το 40% των θέσεων εργασίας, είτε αντικαθιστώντας μέρος αυτών, είτε λειτουργώντας συμπληρωματικά, αναφέρεται στο Economic Research Δεκεμβρίου της Alpha Bank για την Παγκόσμια Οικονομία 2024.
Όπως επισημαίνεται στο ζήτημα του ρόλου που μπορεί να έχει η τεχνητή νοημοσύνη στην αύξηση της παραγωγικότητας στην ΕΕ, παρά τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες που αναδύονται από την AI, πρέπει να εξεταστεί και η αρνητική επίδραση που θα μπορούσε να έχει στην απασχόληση, αφού δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι θα ωφελήσει τους ανθρώπους.
Ο οικονομολόγος Daron Acemoglu έχει σημειώσει σε διάφορες μελέτες του, ότι είναι πιθανό η AI να αντικαταστήσει τις ανθρώπινες θέσεις εργασίας δίχως να δημιουργήσει νέες, πιο παραγωγικές θέσεις εργασίας, στις οποίες να μπορούν να μετακινηθούν οι εργαζόμενοι. Επίσης θέτει το ερώτημα αν τα οφέλη από τη χρήση της AI θα διαχυθούν σε όλη την οικονομία ή θα τροφοδοτήσουν την κοινωνική και οικονομική ανισότητα.
Η παραγωγικότητα στην Ευρώπη
H παραγωγικότητα της εργασίας θεωρείται σημαντικός δείκτης για τη διατήρηση υψηλών πραγματικών μισθών και σταθερής ανάπτυξης σε μία οικονομία. Ιστορικά, η αύξηση της παραγωγικότητας εργασίας στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ παρουσιάζει σημαντικές διαφορές. Η σημαντικότερη διαπίστωση είναι ότι διαχρονικά η Ευρώπη έπεται των ΗΠΑ, ωστόσο κατάφερε να αυξήσει την παραγωγικότητά της και να καλύψει, σε σημαντικό βαθμό, τη διαφορά από τη δεκαετία του 1950 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Όμως, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 ξεκίνησε μια νέα τεχνολογική ώθηση στις Ηνωμένες Πολιτείες, λόγω της διάδοσης του διαδικτύου και των εξελίξεων στις τηλεπικοινωνίες. Οι αμερικανικές εταιρείες επωφελήθηκαν από τη χρήση νέων καινοτομιών με ταχύτερο ρυθμό απ’ ότι η Ευρώπη, με αποτέλεσμα η παραγωγικότητα της εργασίας να αυξηθεί κατά 29% στη ΖτΕ από το 1995 έως το 2022, ενώ η αντίστοιχη αύξηση στις ΗΠΑ ήταν σχεδόν διπλάσια και συγκεκριμένα στο 53%.
Η ψαλίδα ΕΕ – ΗΠΑ
Οι κυριότεροι παράγοντες που μπορούν να εξηγήσουν αυτή τη διαφορά είναι οι εξής: α) η ευρωπαϊκή δομή της αγοράς εργασίας παραμένει λιγότερο ευέλικτη στην υιοθέτηση της ψηφιακής τεχνολογίας και της τεχνητής νοημοσύνης (Artificial Intelligence- AI), προκειμένου να μην χαθούν πολλές θέσεις εργασίας, σε αντίθεση με την αγορά εργασίας των ΗΠΑ. β) Οι αυστηροί κανόνες προστασίας της ιδιωτικής ζωής στην Ευρώπη που καθυστερούν την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών. γ) Οι οικονομικές διαταραχές στην Ευρώπη, δηλαδή η χρηματοπιστωτική κρίση και πιο πρόσφατα η πανδημική και ενεργειακή κρίση, είχαν μεγαλύτερο αντίκτυπο σε σχέση με τις ΗΠΑ, προκαλώντας μεγαλύτερη χρονική υστέρηση.
Παραγωγικότητα και τεχνητή νοημοσύνη
Το ερώτημα που ανακύπτει, είναι πως μπορεί η Τεχνητή Νοημοσύνη (AI) να βοηθήσει στην αύξηση της παραγωγικότητας και ποια είναι τα πλεονεκτήματα από την υιοθέτησή της; Η ταχέως εξελισσόμενη AI, εκτιμάται ότι θα συνεισφέρει σημαντικά στην αύξηση της παραγωγικότητας μέσω της αυτοματοποίησης συγκεκριμένων εργασιών. Τα μεγάλα γλωσσικά μοντέλα (Large Language Models-LLMs), όπως το ChatGPT, η δυνατότητα επεξεργασίας και ανάλυσης μεγάλων βάσεων δεδομένων σε μικρό χρονικό διάστημα και η ανάλυση μεγάλου όγκου πληροφοριών (data analysis), αναμένεται να αποτελέσουν πολύτιμα εργαλεία στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Η χρήση των νέων τεχνολογιών επιτρέπει τη διεκπεραίωση επαναλαμβανόμενων εργασιών από τις μηχανές, ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να αφιερώσουν περισσότερο χρόνο σε άλλες εργασίες, με υψηλότερη προστιθέμενη αξία, αυξάνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την παραγωγικότητά τους. Πρόσφατη μελέτη εκτιμά ότι η χρήση AI θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση της παραγωγικότητας παγκοσμίως, κατά 1% με 1,5%, σε βάθος 10ετίας (The potential large effects of artificial intelligence on economic growth, Goldman Sachs, Μάρτιος 2023).
Τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται η ίδρυση όλο και περισσοτέρων εταιρειών AI, με τις επενδύσεις στον κλάδο αυτό να αυξάνονται ραγδαία (Γράφημα 7α και 7β). Την πρωτοκαθεδρία στις επενδύσεις σε AI έχουν οι ΗΠΑ και ακολουθεί η Κίνα με την Ευρώπη να βρίσκεται σε απόσταση. Σήμερα, στην Ευρώπη υφίσταται ένας σημαντικός αριθμός start-ups, αλλά αυτές οι εταιρείες συχνά αποτυγχάνουν να αναπτυχθούν περαιτέρω εξαιτίας διαφόρων εμποδίων και έλλειψης κινήτρων, με τον κίνδυνο μετεγκατάστασης σε πιο «φιλικές» επιχειρηματικές περιοχές, όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα, να είναι ορατός. Ως αποτέλεσμα, η ΕΕ έχει χαμηλότερο μερίδιο εταιρειών «μονόκερων» (unicorns), δηλαδή νεοφυών επιχειρήσεων με αποτίμηση που υπερβαίνει το 1 δισ. δολάρια ΗΠΑ.
Πηγή: ot.gr