To 1/3 του καθαρού ετήσιου εισοδήματος των επιχειρήσεων που εντάσσονται στον εξωδικαστικό θα κατευθύνεται στην αποπληρωμή των δόσεων, στο πλαίσιο της αυτοματοποιημένης ρύθμισης για τα ποσά από 20.000 ευρώ έως 50.000 ευρώ.
Το στοιχείο αυτό προκύπτει από το κείμενο της Κοινής Υπουργικής Απόφασης που εστάλη από την κυβέρνηση προς τους θεσμούς για έγκριση,το οποίο παρουσίασε το newmoney.gr.
Αυτό σημαίνει ότι εάν το ετήσιο ποσό για πληρωμές είναι μικρότερο από το 33% (ή από το 2,74% σε μηναία δόση), τότε ο αριθμός των δόσεων θα αναπροσαρμόζεται έτσι ώστε να καλύπτεται το κριτήριο. Σε κάθε περίπτωση οι δόσεις δεν μπορούν να είναι περισσότερες από 120 εφόσον πρόκειται για οφειλές προς τράπεζες, εφορία και ασφαλιστικά ταμεία και όχι περισσότερες από 24 δόσεις εάν πρόκειται για άλλους πιστωτές (προμηθευτές), ενώ οι οφειλές προς εργαζόμενους θα καταβάλλονται σε έξι δόσεις. Εάν, όμως η βασική οφειλή προς το Δημόσιο ή τα ασφαλιστικά Ταμεία δεν ξεπερνά τις 3.000 ευρώ ανά πιστωτή, τότε θα γίνονται μέχρι 36 δόσεις.
Οι οφειλέτες θα υπάγονται αυτόματα στη διαδικασία χωρίς μελέτη βιωσιμότητας, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν θετικό καθαρό αποτέλεσμα προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων κατά την τελευταία χρήση ή σε δύο από τις τρεις τελευταίες χρήσεις πριν από την υποβολή της αίτησης.
Θα πρέπει επίσης ο λόγος του συνόλου των οφειλών (μετά την αφαίρεση των υπερημεριών και προσαυξήσεων) προς το καθαρό αποτέλεσμα προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων να είναι ίσος ή μικρότερος από οκτώ (8). Με άλλα λόγια, δεν πρέπει η επιχείρηση να χρωστάει πάνω από οκτώ φορές το EBITDA της. Για να υπολογιστεί το κριτήριο αυτό λαμβάνεται υπ΄όψιν το ετήσιο καθαρό κέρδος προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων είτε της τελευταίας χρονιάς ή του μέσου όρου των δύο μεγαλύτερων χρήσεων της τελευταίας τριετίας, στην περίπτωση που το δεύτερο μέγεθος είναι μεγαλύτερο.
Ωστόσο, εάν ο πιστωτής που κατέχει την πλειοψηφία των απαιτήσεων κρίνει ότι ο οφειλέτης δεν είναι βιώσιμος, τότε δεν γίνεται πρόταση ρύθμισης των οφειλών
Από τις οφειλές αφαιρούνται το σύνολο των τόκων υπερημερίας για τα τραπεζικά δάνεια, το 95% των προστίμων της εφορίας, και το 85% από τις προσαυξήσεις που έχουν επιβάλει τα ασφαλιστικά ταμεία.