Κάθε φορά που το Ελληνικό Δημόσιο καθυστερεί να εξοφλήσει τις οφειλές του προς τους ιδιώτες θα πρέπει να καταβάλει ετήσιο τόκο 6%, ο οποίος υπολογίζεται στη συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή.
Η υποχρέωση αυτή, στην πράξη δεν τηρείται με εξαίρεση τις περιπτώσεις που αφορούν επιστροφή αναδρομικών ποσών π.χ. σε συνταξιούχους με τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις το Δημόσιο οφείλει να επιστρέψει τα αναδρομικά μαζί με τους τόκους που υπολογίζονται στο 6% του ποσού.
Με το κύμα των προσφυγών στη δικαιοσύνη να έχει φουσκώσει καθώς χιλιάδες συνταξιούχοι και εν ενεργεία δημόσιοι υπάλληλοι διεκδικούν αναδρομικά χιλιάδων ευρώ για τα κομμένα δώρα και τις περικοπές στις αποδοχές τους, το υπουργείο Οικονομικών έσπευσε να καταθέσει μια νέα διάταξη με την οποία κουρεύεται στο μισό το επιτόκιο στην περίπτωση που το Δημόσιο εξοφλήσει ληξιπρόθεσμη οφειλή προς τους ιδιώτες.
Ειδικότερα στο υπό συζήτηση νομοσχέδιο για τον αιγιαλό, το υπουργείο επικαλούμενο μεγάλο δημοσιονομικό βάρος για τον προϋπολογισμό έρχεται τώρα να μειώσει το προβλεπόμενο επιτόκιο από το 6% σε 3%. Για την ακρίβεια συναρτά το επιτόκιο με το βασικό επιτόκιο κύριας αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ (0% από το 2016) προσθέτοντας ένα περιθώριο 3%.
Ωστόσο καμιά αλλαγή δεν προβλέπεται στον τόκο που βάζει το Δημόσιο στους φορολογούμενους που καθυστερούν να πληρώσουν τις οφειλές τους. Όταν οι ιδιώτες οφείλουν ληξιπρόθεσμα χρέη προς το δημόσιο, το ύψος του επιτόκιου υπολογισμού των τόκων ανέρχεται σε 8,76% το χρόνο ή 0,73% κάθε μήνα. Επιβάλλεται δε, από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης.