“Πόλεμος” έχει ξεσπάσει μεταξύ ΕΚΤ και ΔΝΤ με φόντο τις ελληνικές τράπεζες.
Ο εκπρόσωπος του Ταμείου, Τζέρι Ράις, δήλωσε ότι εμμένει στα stress test και την εκ νέου αξιολόγηση του AQR των ελληνικών τραπεζών, για να του απαντήσει μετά το χθεσινό Eurogroup στο Ταλίν ο Μπενουά Κερέ εκ μέρους της ΕΚΤ ότι δεν υπάρχει τέτοια ανάγκη αυτή τη στιγμή.
Ειδικότερα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείου έχει βάλει στο στόχαστρό του τα ελληνικά τραπεζικά ιδρύματα, καθώς όχι μόνο επιμένει να αξιολογηθεί εκ νέου το χαρτοφυλάκιο δανείων των τραπεζών (AQR) αλλά το συνδέει και με τη διαπραγμάτευση στο πλαίσιο της αξιολόγησης.
Την Πέμπτη, ο εκπρόσωπος του Ταμείου Τζέρι Ράις εκτός από το ό,τι άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο λήψης νέων μέτρων, αναφέρθηκε στα stress test.
Οπως δήλωσε ο έλεγχος της ποιότητας των ενεργητικών των τραπεζών πρέπει να γίνει στην επερχόμενη αξιολόγηση και αυτό είναι σημαντικός παράγοντας για τη συμμετοχή του.
Σε ερώτηση σχετικά με το κατά πόσο είναι απαραίτητα τα «asset quality review» για τις ελληνικές τράπεζες, ο εκπρόσωπος του Ταμείου απάντησε ότι πρόκειται για σημαντικό στοιχείο, που θα συζητηθεί το επόμενο διάστημα, ενώ παρέπεμψε στην απόφαση του Ιουλίου που σημείωνε ότι «οι εποπτικές αρχές πρέπει να κάνουν επιπλέον ενέργειες, συμπεριλαμβανομένων των επικαιροποιημένων asset quality review και stress tests, ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες πριν από το τέλος του προγράμματος».
ΕΚΤ
Από την πλευρά του ο Μπενουά Κερέ της ΕΚΤ ερωτηθείς σχετικά αμέσως μετά τη συνεδρίαση του Εurogroup, ξεκαθάρισε ότι αυτή τη στιγμή δεν υφίσταται ανάγκη για έλεγχο της ποιότητας του ενεργητικού, ενώ διαβεβαίωσε ότι θα γίνει στην ώρα του, δηλαδή το 2018, με τρόπο που θα καλύπτει και τις ανησυχίες του ΔΝΤ.
Οπως είπε «δεν βλέπουμε ανάγκη για AQR», λέγοντας ότι υπάρχει πλάνο που προβλέπει τη διενέργεια stress test εντός του 2018, ως μέρος του ευρύτερου προγραμματισμού στην Ευρώπη. «Υπάρχει ένα χρονοδιάγραμμα για το stress test και θα δούμε πώς χωρά στο χρονοδιάγραμμα του ελληνικού προγράμματος και πώς θα είναι διαθέσιμο έγκαιρα πριν την ολοκλήρωση του ελληνικού προγράμματος».
Πρόσθεσε μάλιστα ότι «δεδομένων των ιδιαιτεροτήτων των ελληνικών τραπεζών, σίγουρα όταν θα γίνει η άσκηση, ο SSM θα είναι πολύ προσεκτικός στην εξέταση των ιδιαιτεροτήτων των ελληνικών τραπεζών (collateral, ρευστότητα, κόκκινα δάνεια κ.τλ.)».
Ο Μπενουά Κερέ τόνισε ακόμη ότι «είναι ανοικτή η συζήτηση με το ΔΝΤ, για να το κάνουμε να δουλέψει με τρόπο που θα καλύπτει τις ανησυχίες του ΔΝΤ. Δεν είναι ερώτημα αν το AQR χρειάζεται ή δεν χρειάζεται, είναι συζήτηση πώς θα προχωρήσουμε ώστε να καλύπτονται οι ανησυχίες» για να καταλήξει με νόημα: «Στο τέλος αποφασίζει ο επόπτης, δηλαδή ο SSM».
Πτωτική η πορεία των «κόκκινων» δανείων
Πάντως η πορεία των «κόκκινων» δανείων στις τράπεζες είναι πτωτική, γεγονός που οφείλεται κυρίως στις διαγραφές.
Σύμφωνα με τη νέα απολογιστική έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας που δημοσιοποιήθηκε πριν λίγες ημέρες, τον Ιούνιο το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) μειώθηκε κατά 2% και 3,2% συγκριτικά με το τέλος του Μαρτίου 2017 και του Δεκεμβρίου 2016 αντίστοιχα, αγγίζοντας τα 102,9 δισεκ. ευρώ ή το 44,9% των συνολικών ανοιγμάτων.
Σε σχέση, δε, με τον Μάρτιο του 2016, όταν τα ΜΕΑ έφθασαν στο υψηλότερο επίπεδο, παρατηρείται μείωση κατά 5,2% ή 5,7 δισεκ. ευρώ. Ωστόσο, ο τριμηνιαίος δείκτης αθέτησης (default rate) παρέμεινε σε επίπεδα άνω του 2%, ξεπερνώντας το ρυθμό αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (cure rate) και καθιστώντας τις εκτεταμένες διαγραφές δανείων το σημαντικότερο μέσο μείωσης των ΜΕΑ, καθώς ανήλθαν σε 1,9 δισεκ. ευρώ για το δεύτερο τρίμηνο, αγγίζοντας τα 3,3 δισεκ. ευρώ για το πρώτο μισό του έτους.
Οπως προκύπτει από τα ίδια στοιχεία στο πεδίο των στεγαστικών δανείων καταγράφονται νέα προβληματικά δάνεια. Ειδικότερα στο τέλος Ιουνίου ο δείκτης ΜΕΑ άγγιζε το 42,7% για το στεγαστικό, το 53,6% για το καταναλωτικό και το 44,4% για το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο. Ειδικά όσον αφορά στα επιχειρηματικά δάνεια, η μεγαλύτερη συγκέντρωση ΜΕΑ παρατηρείται στο χαρτοφυλάκιο των ελεύθερων επαγγελματιών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (δείκτης ΜΕΑ: 67,8%), καθώς και στο χαρτοφυλάκιο των Μικρών και Μεσαίων Επιχειρήσεων (ΜΜΕ – δείκτης ΜΕΑ: 59,8%).