εστίαση

Αν το τελευταίο διάστημα ο πρωθυπουργός μπορούσε να ακούσει τους επιχειρηματίες της Κρήτης που ασχολούνται με την εστίαση και τη διασκέδαση, δεν θα ήταν καθόλου ικανοποιημένος.

Κι αυτό γιατί, μετά τις τελευταίες ανακοινώσεις του Στέλιου Πέτσα για μετάθεση του ανοίγματος των καταστημάτων επισιτισμού και διασκέδασης για μετά τις 7 Ιανουάριου, όλοι οι επιχειρηματίες βρίσκονται σε συναγερμό.

«Ενώ περιμέναμε ένα επιλεκτικό άνοιγμα των επιχειρήσεων που μπορούσαν να σηκώσουν το βάρος των συνθηκών, αλλά και να λειτουργήσουν με όλα τα προβλεπόμενα μέτρα προστασίας, ξαφνικά μαθαίνουμε ότι τα καταστήματα όχι μόνο δεν θα ανοίξουν μέσα στο 2020, αλλά το κλείσιμο τους παρατείνεται ως και τις 7 Ιανουαρίου τουλάχιστον», αναφέρει χαρακτηριστικά η πρόεδρος Επισιτισμού και Διασκέδασης Νομού Ηρακλείου Μαρία Αντωνακάκη – Χαλβατζή.

Η πρόεδρος του Συλλόγου Καταστημάτων Εστίασης και Διασκέδασης, κ. Μαρία Αντωνακάκη

Η χθεσινή απόφαση της κυβέρνησης βέβαια, δεν έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία στα κεφάλια των επιχειρηματιών.

Ως ένα βαθμό αναμενόταν, ωστόσο όλοι πίστευαν πως η κυβέρνηση θα συνυπολογίσει τα οφέλη και τα κόστη, όχι μόνο στον υγειονομικό τομέα, αλλά και στον οικονομικό και θα διαπιστώσει τις τεράστιες παράπλευρες απώλειες.

Γιατί όμως το άνοιγμα των καταστημάτων θεωρείται τόσο σημαντικό για τους επιχειρηματίες της εστίασης και της διασκέδασης;

Οι ίδιοι οι επιχειρηματίες εξηγούν. Σύμφωνα με τους επιχειρηματίες λοιπόν, ο Δεκέμβριος παραδοσιακά είναι ο μήνας που προσφέρει ένα σημαντικό μέρος εσόδων, σε όσα καταστήματα λειτουργούν καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.

Λόγω εορτών, την περίοδο του Δεκεμβρίου οι επιχειρήσεις μπορούν να αποταμιεύσουν χρήματα, σε φυσιολογικές πάντα συνθήκες, για να καλύψουν ανάγκες, αλλά και την «κοιλιά» των επόμενων δύσκολων μηνών.

Για ποιο λόγοι οι επόμενοι μήνες είναι δύσκολοι; Ο Ιανουάριος κατά κανόνα, μετά από τις 7 Ιανουαρίου που τελειώνει το γιορτινό κλίμα, είναι ο κατ’ εξοχήν μήνας των πληρωμών. Είναι ο μήνας κατά τον οποίο οι επιχειρήσεις καλούνται να πληρώσουν μια σειρά από πάγια έξοδα, πολλά από τα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται στα πάγια άλλων μηνών. Στη συνέχεια ο Φεβρουάριος και ο Μάρτιος έως και τις ημέρες πριν το Πάσχα, είναι κατά κανόνα οι λεγόμενοι μήνες «συντήρησης», αφού η κίνηση παραδοσιακά περιορίζεται και αρχίζει να αυξάνεται ξανά μετά το Πάσχα που βελτιώνεται ο καιρός. Μία μικρή παρένθεση παρατηρείται συνήθως μέσα στον Φεβρουάριο ή το Μάρτιο, για όσες επιχειρήσεις καταφέρουν να αξιοποιήσουν τις Απόκριες.

Με βάση αυτά τα δεδομένα, έτσι όπως περιγράφονται από την πλειοψηφία των επιχειρηματιών, η κυβέρνηση με το κλείσιμο των καταστημάτων μέσα στον Δεκέμβριο, έχει καταφέρει να κόψει μια σημαντική και ζωογόνο οικονομική δύναμη τους. Αν υποθέσει κανείς μάλιστα, πως ακόμα κι αν ανοίξουν τα καταστήματα Φεβρουάριο, δεν θα υπάρξουν ούτε εκδηλώσεις, αλλά ούτε και αποκριάτικο κλίμα, γίνεται κατανοητό πως ένα τεράστιο κομμάτι από τη ρευστότητα των επιχειρήσεων, έχει χαθεί.

Την ίδια στιγμή όμως, καμία από τις υποχρεώσεις των επιχειρήσεων προς τις τράπεζες, άλλες επιχειρήσεις ή το Κράτος δεν έχει μηδενιστεί, ούτε και υπάρχουν κάποιας μορφής ελαφρύνσεις.

«Είναι δεδομένο πως οι κινήσεις της κυβέρνησης οδηγούν μια σειρά από επιχειρήσεις στην καταστροφή και κάποιες δεν θα μπορέσουν καν να ανοίξουν» τονίζει η Μαρία Αντωνακάκη, η οποία και προσθέτει:

«Όταν ακόμα και η επιστρεπτέα προκαταβολή αποτελεί ουσιαστικά ένα άτυπο δάνειο κι όταν κάθε επιχείρηση έχει σημαντικά πάγια έξοδα, με μηδενικά έσοδα, πώς είναι δυνατόν να ανταπεξέλθει;».

Τα προβλήματα όμως δεν εξαντλούνται εκεί, αφού πολλές από τις επιχειρήσεις, με δεδομένο το ότι δεν έχουν ρευστότητα, δεν καλύπτουν τις υποχρεώσεις τους ή τις μεταθέτουν για αργότερα. Αντίστοιχα, οι επιχειρήσεις που συναλλάσσονται με τα καταστήματα επισιτισμού και διασκέδασης έχουν συρρικνώσει έως μηδενίσει τους τζίρους τους, ενώ καλούνται να ανταπεξέλθουν σε μια από τις δυσκολότερες καταστάσεις συνολικά.

Χωρίς να έχουν γίνει μελέτες από οικονομολόγους, είναι εύκολα κατανοητό από τον κοινό νου, ότι για να μπορέσει να εξομαλυνθεί η αγορά σε επίπεδο που οι προμηθευτές να έχουν πληρωθεί, οι υποχρεώσεις να έχουν καλυφθεί ή έστω ρυθμιστεί και οι επιχειρήσεις να επανέλθουν στην κανονικότητα, θα περάσει, στην καλύτερη περίπτωση ένας χρόνος. Στο μεταξύ βέβαια, θα έχει γίνει ένα μεγάλο «ξεκαθάρισμα» στην αγορά σε όλα τα επίπεδα, αφού πολλές επιχειρήσεις θα έχουν βάλει λουκέτο αναγκαστικά.

Κι αυτές είναι επιπτώσεις, που η κυβέρνηση είτε δεν θέλει να δει, είτε δεν μπορεί να ρυθμίσει. Διότι πλέον οι επιχειρηματίες του επισιτισμού και της διασκέδασης βοούν, θεωρώντας πως είναι ένας από τους ελάχιστους κλάδους τους οποίους η κυβέρνηση έχει αφήσει στο έλεος τους. Γι’ αυτό και ζητούν σε όλους τους τόνους, υποστήριξη και μέριμνα από την Πολιτεία, διότι διαφορετικά τονίζουν πως πάρα πολλοί θα οδηγηθούν στην ανεργία και την καταστροφή.

Στο μεταξύ, σε καλύτερη ενδεχομένως μοίρα, αλλά όχι χωρίς προβλήματα, βρίσκονται και οι χιλιάδες εργαζόμενοι στον επισιτισμό και τη διασκέδαση, οι οποίοι είτε έχουν μείνει άνεργοι από τη θερινή περίοδο, είτε λαμβάνουν το επίδομα των 534 ευρώ, παραμένοντας σε αναστολή εργασίας, το οποίο όμως δεν αρκεί για να καλυφθούν ούτε οι ελάχιστες, βασικές ανάγκες.

Οι λόγοι για τους οποίους η κυβέρνηση δεν έχει μεριμνήσει για τον συγκεκριμένο κλάδο παραμένουν άγνωστοι, αλλά και αδιευκρίνιστοι, με τους επιχειρηματίες της διασκέδασης και του επισιτισμού να βρίσκονται ένα βήμα πριν από την … έκρηξη.