Ελληνική οικονομία

Την τακτική του «μαστιγίου» και του «καρότου» ακολουθεί για άλλη μια φορά η Κομισιόν, στη νέα της, δεύτερη στη σειρά, έκθεση ενισχυμένης εποπτείας που δόθηκε χθες  στη δημοσιότητα.

Η    έκθεση καταγράφει υπερβολικες ανισορροπίες επισημαίνοντας τις καθυστερήσεις στις μεταρρυθμίσεις και εκφράζοντας ανησυχία για το υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Κρούοντας το καμπανάκι για τις επενδύσεις και την αρνητική εξωτερική θέση της χώρας αναφέρει ότι οι προϋποθέσεις για την εκταμίευση της δόσης του 1 δισ. ευρώ δεν συντρέχουν και καλεί τις ελληνικές αρχές να κλείσουν τα εκκρεμή προαπαιτούμενα πριν το Eurogroup της 11 Μαρτίου.

Η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο, όσον αφορά την υλοποίηση των ειδικών μεταρρυθμιστικών δεσμεύσεών της που πρέπει να ολοκληρωθούν έως το τέλος του 2018, ωστόσο ο ρυθμός σε ορισμένους τομείς υπήρξε αργός και έχει οδηγήσει σε καθυστερήσεις σημειώνει η δεύτερη έκθεση της Κομισιόν στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφέρει ότι Ελλάδα αντιμετωπίζει υπερβολικές ανισορροπίες, όπως το υψηλό δημόσιο χρέος, η αρνητική εξωτερική θέση, το υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων «σε ένα πλαίσιο υψηλής, αν και μειούμενης, ανεργίας και χαμηλής προοπτικής ανάπτυξης.

«Ενώ το ύψος του δημόσιου χρέους παραμένει υψηλό, κατέχεται κυρίως από τους επίσημους πιστωτές και οι ανάγκες χρηματοδότησης θα είναι σχετικά χαμηλές για τουλάχιστον μια δεκαετία», αναφέρει η έκθεση, ενώ υπογραμμίζεται πως «ο ρυθμός μείωσης του χρέους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη συνέχιση της επίτευξης των συμφωνηθέντων δημοσιονομικών στόχων και από την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων για τη δημιουργία βιώσιμης προοπτικής ανάπτυξης».

Επιπρόσθετα, σημειώνεται ότι «η Ελλάδα κατάφερε να βγει με επιτυχία από το πρόγραμμα στήριξης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας τον Αύγουστο του 2018, αφού προχώρησε σε σημαντικές βελτιώσεις τα τελευταία χρόνια», ωστόσο, «εξακολουθούν να υπάρχουν μεγάλες ανισορροπίες, συμπεριλαμβανομένης μιας εξαιρετικά αρνητικής διεθνούς θέσης στον τομέα των καθαρών επενδύσεων η οποία εξακολουθεί να επιδεινώνεται εν μέσω μέτριας αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που παραμένει αρνητικό».

Σε ό,τι αφορά τον χρηματοπιστωτικό τομέα, σημειώνεται πως είναι «ευάλωτος λόγω ενός πολύ μεγάλου αριθμού μη εξυπηρετούμενων δανείων και χαμηλής κερδοφορίας, παρεμποδίζοντας την πιστωτική επέκταση και την ανάκαμψη των επενδύσεων», ενώ προσθέτει πως «το ιδιωτικό χρέος μειώνεται και η ενεργός απομόχλευση συνεχίζεται».

Επιπλέον, η έκθεση της Επιτροπής επισημαίνει πως «πολλά μέτρα λήφθηκαν κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων χρηματοοικονομικής βοήθειας για την αντιμετώπιση πολλών από τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας» και καταλήγει αναφέροντας πως «εκτός από τη σταθεροποίηση των προηγούμενων μεταρρυθμίσεων και των προσπαθειών προσαρμογής, οι αρχές δεσμεύτηκαν να εξασφαλίσουν τη συνέχεια και την ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων, οι οποίες παρακολουθούνται στο πλαίσιο της ενισχυμένης επιτήρησης».