Φραγκίσκος Κουτεντάκης επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής

Προειδοποιήσεις για τις αβεβαιότητες που απειλούν την ελληνική οικονομία και συστάσεις για επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων, απεύθυνε χθες  ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή Φραγκίσκος Κουτεντάκης, παρουσιάζοντας την τελευταία τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου για την ελληνική οικονομία.

Ο κ. Κουτεντάκης αναφέρθηκε στην ανάγκη έγκαιρης ολοκλήρωσης των μεταμνημονιακών δεσμεύσεων, ώστε να εκταμιευθεί η δόση και να μην υπάρξει αρνητικό σήμα στις αγορές.

Κατά το Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή στο επόμενο διάστημα αναμένεται η ολοκλήρωση των προαπαιτούμενων δράσεων προκειμένου να εκταμιευθούν τα κέρδη των Κεντρικών Τραπεζών της Ευρωζώνης από τη διακράτηση ελληνικών ομολόγων (ANFAs και SMPs).

«Η επιτυχής ολοκλήρωση των παραπάνω δράσεων είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς ενδεχόμενη αρνητική απόφαση δεν θα στερήσει μόνο σημαντικά ποσά από το δημόσιο ταμείο, αλλά θα στείλει και ιδιαίτερα αρνητικό μήνυμα αναφορικά με την προσήλωση της χώρας στην υπεύθυνη οικονομική πολιτική. Πλέον αυτού, κάποιες από τις ενέργειες που εκκρεμούν αποτελούν κρίσιμες μεταρρυθμίσεις που θα βελτιώσουν τη λειτουργία του ελληνικού κράτους, (όπως οι επιλογές των γενικών/ειδικών γραμματέων ή η στελέχωση της ΑΑΔΕ)», σημειώνεται στη σχετική έκθεση.

Για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων στην έκθεση υπογραμμίζεται η ανάγκη για ουσιαστικές και λειτουργικές λύσεις.

«Η αποτελεσματική αντιμετώπιση των μη-εξυπηρετούμενων δανείων θα βοηθούσε στη μείωση του κινδύνου που μεταδίδουν στην πραγματική οικονομία προκαλώντας θετικές επιπτώσεις στην οικονομική μεγέθυνση αλλά και περαιτέρω αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού.

Οι συζητήσεις που γίνονται αυτό το διάστημα για τις ρυθμίσεις των οφειλών προς το δημόσιο, τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και την προστασία των υπερχρεωμένων νοικοκυριών θα πρέπει να καταλήξουν σε ουσιαστικές και λειτουργικές λύσεις με ενιαίους κανόνες και κριτήρια που δεν στρεβλώνουν τα κίνητρα και δεν προκαλούν δημοσιονομικούς κινδύνους», σημειώνεται σχετικά. Σε σχέση με τις πιθανές επιπτώσεις από την πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11% το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής υποστηρίζει πως δεν θα πρέπει να αναμένονται σημαντικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα.

Όπως αναφέρεται, τα υψηλότερα ποσοστά αμειβόμενων με κατώτατο και υποκατώτατο μισθό παρατηρούνται στους κλάδους της εστίασης, του χονδρικού και λιανικού εμπορίου και στις υπηρεσίες κτηρίων, δηλαδή σε μη διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες. Από τους εξαγωγικούς κλάδους βλέπουμε υψηλά ποσοστά μόνο στη βιομηχανία τροφίμων, στις χερσαίες μεταφορές, στην αποθήκευση και στα καταλύματα.

Ωστόσο, στην έκθεση επισημαίνεται πως στους εξαγωγικούς κλάδους πλην της βιομηχανίας τροφίμων το ποσοστό των αμειβόμενων με τον κατώτατο μισθό είναι σχετικά χαμηλό, δηλαδή κάτω από τον μέσο όρο, ενώ στα καταλύματα είναι μειωμένο σε σχέση με πέρυσι.