«Το ΔΝΤ, και κυρίως ο Πόουλ Τόμσεν, ήταν ο κύριος παράγοντας για την υπερβολική λιτότητα στα δύο πρώτα προγράμματα, πριν γίνει πιο ρεαλιστικός στα φορολογικά θέματα».
Αυτό ανέφερε σε σχόλιό του ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, στην εκδήλωση με θέμα «Κρίση και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» που διοργανώθηκε χθες στην Τράπεζα της Ελλάδος.
Απευθύνοντας χαιρετισμό στην εκδήλωση όπου παρουσιάσθηκε η μελέτη του του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) με θέμα τιςδιαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα κατά την περίοδο 2010-2014 ο κ. Στουρνάρας είπε πως η Ελλάδα ολοκλήρωσε τα προγράμματα προσαρμογής έχοντας έναθετικό ιστορικό υιοθέτησης μεταρρυθμίσεων. Ωστόσο, σημείωσε ο κεντρικός τραπεζίτης, αν και πολλά πράγματα έχουν αλλάξει, διάφορες μεταρρυθμίσεις πρέπει ακόμη να προχωρήσουν.
«Οι επιδόσεις της Αθήνας είναι εντυπωσιακές αλλά, δεδομένων των αρχικών περιορισμένων επιπέδων δομικών μεταρρυθμίσεων, η Ελλάδα είναι ακόμη πίσω σε σχέση με ανταγωνιστικές χώρες» είπε και προσέθεσε πως η διαδικασία των μεταρρυθμίσεων πρέπει να συνεχιστεί έως ότου επιτευχθεί ο στόχος μιας ανταγωνιστικής και δυναμικής οικονομίας που μπορεί να σταθεί στα πόδια της.
Ο κεντρικός τραπεζίτης τόνισε πως κατά τη διάρκεια της κρίσης, η Ελλάδα υλοποίησε μια σειρά μεταρρυθμίσεων που βοήθησαν να κλείσει το χάσμα ανταγωνιστικότητας και να δημιουργηθεί ένα ευνοϊκό επενδυτικό κλίμα.
«Έχουν υλοποιηθεί μεταρρυθμίσεις σε όλους σχεδόν τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας και κυρίως στην αγορά εργασίας, στο συνταξιοδοτικό, στην υγειονομική περίθαλψη, στη δημόσια και φορολογική διοίκηση και στον χρηματοοικονομικό τομέα» σημείωσε, προσθέτοντας ότι σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η Ελλάδα εμφανίζει τον υψηλότερο δείκτη ανταπόκρισης στις συστάσεις μεταρρυθμίσεων, κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία δεδομένου ότι προχώρησαν οι μεταρρυθμίσεις σε υφεσιακό περιβάλλον και σε μικρό χρονικό ορίζοντα.