Τον κώδωνα του κινδύνου όσον αφορά την ελληνική οικονομία κρούει ο οίκος αξιολόγησης Fitch, σε νέα έκθεση του στην οποία προειδοποιεί για ενδεχόμενο χρηματοπιστωτικής αστάθειας, και «επανόδου» σε αυστηρότερους κεφαλαιακούς ελέγχους, λόγω των δικαστικών αποφάσεων για τους συνταξιούχους και τους δημόσιους υπαλλήλους, καθώς και των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Όπως επισημαίνει ο Fitch, oι δυσκολίες παραμένουν, σε ό,τι αφορά το υπέρογκο δημόσιο χρέος, τα κόκκινα δάνεια, τη χαμηλή ανάπτυξη της οικονομίας, αλλά και τη δυσκολία προσέλκυσης επενδύσεων και υλοποίησης των ιδιωτικοποιήσεων.
Σημειώνεται ότι ο διεθνής οίκος χαρακτηρίζει ως θετικά τα δύο σχέδια που έχουν προτείνει ΤΧΣ και ΤτΕ για τα κόκκινα δάνεια, διασαφηνίζει όμως ότι ενέχουν σημαντικούς κινδύνους, ενώ ακόμη και εάν εφαρμοστούν τα οφέλη τους θα φανούν μακροπρόθεσμα.
Ο Ftich φέρνει ως παράδειγμα τη δικαστική δικαίωση συνταξιούχων και δημοσίων υπαλλήλων για τα αναδρομικά, γεγονός που αναμένεται να έχει δημοσιονομικές επιπτώσεις που δεν μπορούν να εκτιμηθούν προς το παρόν, για να σημειώσει ότι εάν η οικονομική προσαρμογή εκτροχιαστεί, τότε ελλοχεύει κίνδυνος χρηματοπιστωτικής αστάθειας και παραμείνει ανοικτό το ενδεχόμενο επιβολής αυστηρότερων κεφαλαιακών ελέγχων.
Σύμφωνα με την εκτίμηση του, η ελληνική οικονομία θα «τρέξει» με ρυθμούς 2,3% το 2019 και 2,2% το 2020, ενώ έως το τέλος του 2040 το δημόσιο χρέος αναμένεται να μειωθεί στο 111% του ΑΕΠ. Ως εκ τούτου, υποθέτει τη χρήση από το απόθεμα ρευστότητας (2,4% του ΑΕΠ) την περίοδο 2019-2020 και καμία χρήση κατόπιν. Εκτιμά επίσης ότι την περίοδο 2019-2023 η χώρα θα έχει έσοδα ύψους 300 εκατ. ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις.
Στα θετικά σημεία για την οικονομία, ο Fitch περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τα σημαντικά βήματα που έχον επιτευχθεί στο πεδίο των δημόσιων οικονομικών και στο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών (1,9%), που είναι χαμηλότερο σε σχέση με τον μέσο όρο των χωρών με αξιολόγηση ΒΒ. Τονίζεται επίσης, ότι το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα είναι υψηλότερο μεταξύ των χωρών με την ίδια αξιολόγηση, υπενθυμίζοντας ότι πάνω από τα 2/3 του εξωτερικού χρέους της συνολικής οικονομίας κατέχονται από τους επίσημους πιστωτές και το ευρωσύστημα.