Σχεδόν το 1/10 των «κόκκινων» δανείων που βαραίνουν τα χαρτοφυλάκια των τραπεζών της ευρωζώνης βρίσκεται στις ελληνικές τράπεζες, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των στοιχείων που παρουσίασε η επικεφαλής του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM) Ντανιέλ Νουί με την τελευταία έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) για το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Όπως ανέφερε η κ. Νουί, οι ισολογισμοί των πιστωτικών ιδρυμάτων της ευρωζώνης ήταν φορτωμένοι με μη εξυπηρετούμενα δάνεια συνολικού ύψους 650 δισ. ευρώ στο τέλος Ιουνίου. Η έκθεση της ΤτΕ έδειξε ότι την ίδια περίοδο τα «κόκκινα» δάνεια στις ελληνικές τράπεζες έφθασαν τα 61 δισ. ευρώ (300 εκατ. ευρώ πάνω από το ποσό που είχε καθοριστεί), ενώ τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, που περιλαμβάνουν εκτός από τα «κόκκινα» δάνεια και εκείνα που θεωρούνται αβέβαιης είσπραξης, ανέρχονταν στα 88,881 δισ. ευρώ.
Μιλώντας στη συνεδρίαση του Διοκητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Τραπεζών (European Banking Federation) στις Βρυξέλλες, η κ. Νουί τόνισε ότι η αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων αποτελεί τη βασική προτεραιότητα των εποπτικών αρχών, καθώς «οι τράπεζες δεν πρέπει να βρεθούν αντιμέτωπες με την επόμενη κρίση έχοντας τόσο μεγάλο όγκο μη εξυπηρετούμενων δανείων».
Κάνοντας έναν σύντομο απολογισμό του έργου της, λίγο προτού παραδώσει τη σκυτάλη στον διάδοχό της, Αντρέα Ενρια, επισήμανε ότι «οι ευρωπαϊκές τράπεζες είναι γενικά πιο ασφαλείς και υγιείς, διαθέτουν περισσότερα και καλύτερης ποιότητας κεφάλαια σε σχέση με το παρελθόν…, αλλά ο δείκτης των «κόκκινων» δανείων εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλός, ιδίως εάν ληφθεί υπόψη ότι μεγάλο μέρος από τα δάνεια αυτά είναι πολύ παλιό και ότι, ακόμα και όσα μη εξυπηρετούμενα δάνεια καλύπτονται εν μέρει από εγγυήσεις, είναι προβληματικά». Πρόσθεσε μάλιστα, «φωτογραφίζοντας» την περίπτωση της Ελλάδας, ότι «σε πολλές περιπτώσεις υπάρχουν σημαντικές δυσκολίες στην προσπάθεια των τραπεζών να κάνουν χρήση των εγγυήσεων μέσω του δικαστικού συστήματος».
Ανησυχητικά μηνύματα το α΄ εξάμηνο του 2018
Σύμφωνα με την προχθεσινή «Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος», το σύνολο των ανοιγμάτων στους ισολογισμούς των ελληνικών τραπεζών έφθανε τον Ιούνιο του 2018 τα 185,86 δισ. ευρώ., εκ των οποίων τα 88,881 δισ. ευρώ (ποσοστό 47,8%) ήταν μη εξυπηρετούμενα.
Μολονότι το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων ήταν μειωμένο κατά 5,6 δισ. ευρώ (ή 5,9%) σε σχέση με το τέλος του 2017 και βρέθηκε 1,3 δισ. ευρώ χαμηλότερα από το ποσό που είχε καθοριστεί, η έκθεση της ΤτΕ αναδεικνύει τρεις βασικές εστίες ανησυχίας:
Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα που είναι σε καθυστέρηση από 1 έως 90 ημέρες αυξήθηκαν κατά 880 εκατ. ευρώ ή 1% το Α΄ εξάμηνο του 2018, σε σύγκριση με τα τέλη του 2017.
Το ποσοστό τους αυξήθηκε από το 12,3% τον Δεκέμβριο της περυσινής χρονιάς στο 13,3% τον Ιούνιο του 2018, υποδηλώνοντας την αδυναμία των νοικοκυριών να καλύψουν τις συσσωρευμένες οικονομικές υποχρεώσεις τους προς τράπεζες, εφορία, ασφαλιστικά ταμεία.
Τα ρυθμισμένα ανοίγματα που εμφανίζουν καθυστέρηση άνω των 90 ημερών αυξήθηκαν στο 19,9% στο τέλος του Α΄ εξαμήνου του 2018, έναντι 19,5% στο τέλος του Β΄ εξαμήνου του 2017.
Με δεδομένο ότι το σύνολο των ρυθμισμένων ανοιγμάτων το Α΄ εξάμηνο του 2018 ανήλθε στα 49,3 δισ. ευρώ (26,5% των συνολικών ανοιγμάτων των τραπεζών), προκύπτει ότι ρυθμισμένα δάνεια ύψους περίπου 9,8 δισ. ευρώ ξαναβρέθηκαν στο «κόκκινο» μετά το πρώτο τρίμηνο της ρύθμισης.
Στο τέλος του 2017 είχε διαφανεί ότι επετεύχθη ισορροπία μεταξύ των καθαρών ροών από εξυπηρετούμενα προς μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, του δείκτη αθέτησης και αντίστοιχα του δείκτη εξυγίανσης, αλλά η ισορροπία αυτή έχει σαφώς διαταραχθεί εκ νέου.
Το Β΄ τρίμηνο του 2018 οι ροές εντός του ισολογισμού των τραπεζών από τα εξυπηρετούμενα ανοίγματα προς τα μη εξυπηρετούμενα (δείκτης αθέτησης) ήταν υψηλότερες σε σύγκριση με τις ροές από τα μη εξυπηρετούμενα προς τα εξυπηρετούμενα (δείκτης εξυγίανσης).
Ειδικότερα, οι καθαρές ροές διαμορφώθηκαν σε -0,6 δισ. ευρώ, με τον δείκτη εξυγίανσης να ανέρχεται στο τέλος Ιουνίου του 2018 σε 1,8% και τον δείκτη αθέτησης σε 2,3%.