Στο συμπέρασμα ότι το προσχέδιο προϋπολογισμού για το 2020 της Ελλάδας είναι «συμβατό» με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης κατέληξε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία υιοθέτησε χθες τις γνώμες για τα προσχέδια των προϋπολογισμών όλων των κρατών μελών της ευρωζώνης.
Εκτός από την Ελλάδα, με τους κανόνες της ΕΕ για το έλλειμμα και το χρέος συμμορφώνονται πλήρως οι προϋπολογισμοί της Γερμανίας, της Ιρλανδίας, της Κύπρου, της Λιθουανίας, του Λουξεμβούργου, της Μάλτας, της Ολλανδίας και της Αυστρίας.
Επιπλέον, η Επιτροπή ενέκρινε επίσης την τέταρτη έκθεση για την Ελλάδα στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας. Η δημοσίευση της έκθεσης έρχεται σε συνέχεια της τέταρτης μεταμνημονιακής αποστολής των θεσμών στην Ελλάδα που πραγματοποιήθηκε από τις 23 έως τις 26 Σεπτεμβρίου 2019.
Η Κομισιόν στην έκθεση διαπιστώνει ότι η Ελλάδα έχει κάνει τα απαραίτητα βήματα για την εκπλήρωση των δεσμεύσεων της και ανοίγει τον δρόμο για την ενεργοποίηση της επόμενης δέσμης μέτρων ελάφρυνσης του χρέους.
«Αυτή η έκθεση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση ώστε το Eurogroup να αποφασίσει την αποδέσμευση της δεύτερης δόσης των μέτρων για το χρέος αξίας 767 εκατομμυρίων ευρώ», υπογραμμίζουν οι συντάκτες της έκθεσης.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με την έκθεση, ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος θα επιτευχθεί για το 2019 (3,8%) και για το 2020 (3,5%), παρά τα θετικά μέτρα που λήφθηκαν τον περασμένο Μάιο, τα οποία ανήλθαν τελικά στο 0,7% του ΑΕΠ, ενώ στην προηγούμενη έκθεση γινόταν λόγος για δημοσιονομικό κόστος 1,1-1,4%. «Για να εξασφαλιστεί η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, η νέα κυβέρνηση αναθεώρησε τα ανώτατα όρια δαπανών προς πιο ρεαλιστικά επίπεδα, ενώ επιπλέον φορολογικά έσοδα παρείχαν περαιτέρω δημοσιονομικό χώρο», σημειώνεται, ενώ υπογραμμίζεται επίσης ότι παρόλο που τα μέτρα που πήρε η νέα κυβέρνηση για το 2020 είναι «δημοσιονομικά ουδέτερα», αναμένεται να «βελτιώσουν την ποιότητα των δημόσιων οικονομικών και να προωθήσουν την ανάπτυξη».
Ωστόσο, σημειώνεται ότι «τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σημαντικούς δημοσιονομικούς κινδύνους σχετικά με τις συντάξεις και τους μισθούς του δημόσιου τομέα». Σε ό,τι αφορά τις συντάξεις το ζήτημα προκύπτει από τις αποφάσεις του ΣτΕ, ενώ για το μισθολόγιο του Δημοσίου από τον υψηλό αριθμό προσωρινού προσωπικού και τη διεύρυνση των εξαιρέσεων στο ενιαίο μισθολόγιο. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να επηρεάσει την επίτευξη του στόχου του 3,5% αλλά και να οδηγήσει σε περαιτέρω υποεκτέλεση του προϋπολογισμού για τις δημόσιες επενδύσεις.
Αναφορικά με τις φορολογικές μεταρρυθμίσεις, η Επιτροπή σημειώνει ότι η αναθεώρηση του ΕΝΦΙΑ πρέπει να επαναπρογραμματιστεί προκειμένου να «διευκολυνθεί η ουσιαστικότερη μεταρρύθμιση του συστήματος αντικειμενικών αξιών για τις φορολογικές επιβαρύνσεις έως το τέλος του 2020». Προειδοποιεί, δε, ότι η αναστολή του ΦΠΑ στις καινούργιες οικοδομές για τρία χρόνια «κινδυνεύει να αυξήσει το μερίδιο της μαύρης οικονομίας και τίθεται υπό διερεύνηση σε σχέση με τη συμβατότητά του με το ευρωπαϊκό δίκαιο».
Επιπλέον, οι στόχοι για τη στελέχωση της ανεξάρτητης αρχής εσόδων, σημειώνεται ότι δεν αναμένεται να επιτευχθούν, ωστόσο επισημαίνεται ότι η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να λάβει επιπλέον μέτρα, ενώ το ίδιο κάνει και με το ζήτημα της αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων του Δημόσιου, καθώς υιοθέτησε σχέδιο δράσης για την αποπληρωμή τους μέχρι το 2021. Αντίστοιχα, μεικτή πρόοδος καταγράφεται στα ζητήματα των μεταρρυθμίσεων στην υγεία και το κράτος πρόνοιας, με τους σχετικούς όρους για το 2019 να παραμένουν εντός τροχιάς.
Σε σχέση με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, σημειώνεται πως η μείωσή τους έχει επιταχυνθεί αλλά το συνολικό απόθεμα παραμένει υψηλό (74,5 δισ. ευρώ ως τον Ιούλιο του 2019) και ο στόχος παραμένει η μείωση στα 26 δισ. ως το τέλος του 2021, ζητώντας πρόσθετες προσπάθειες. Αναφερόμενοι στο πρόγραμμα Ηρακλής, οι συντάκτες σημειώνουν ότι μπορεί να συμβάλει «στον καθαρισμό του ισολογισμού των ελληνικών τραπεζών».
Σε ό,τι αφορά το ελληνικό χρέος, η έκθεση περιλαμβάνει μια “επικαιροποιημένη” ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους. Σύμφωνα με αυτήν, «το βασικό σενάριο δείχνει ότι το χρέος μειώνεται, αν και παραμένει πάνω από το 100% του ΑΕΠ έως το 2041. Οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης της Ελλάδας θα κυμανθούν γύρω στο 10% του ΑΕΠ έως το 2032 και θα παραμείνουν γύρω στο 14% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του χρονικού ορίζοντα πρόβλεψης».