Παρά την αύξηση των κατώτατων αποδοχών στην Ελλάδα κατά 35,4% από το 2019, η χώρα μας διατηρεί ένα από τα υψηλότερα ποσοστά χαμηλόμισθων εργαζομένων στην ΕΕ, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Εurostat.
Συγκεκριμένα, το 21,7% των Ελλήνων εργαζόμενων κατατάσσονται στους «χαμηλόμισθους», αφού λαμβάνουν τα 2/3 ή και λιγότερο από τη μέση μεικτή ωριαία αμοιβή στην ΕΕ, όταν το αντίστοιχο ευρωπαϊκό ποσοστό είναι στο 15%. «Αδύναμος κρίκος» οι γυναίκες, οι νέοι και οι λιγότερο μορφωμένοι που πλήττονται από τις βαθιές ανισότητες που παραμένουν στην αγορά εργασίας.
Η Ελλάδα εμφανίζει από τα υψηλότερα ποσοστά χαμηλόμισθων στην Ευρώπη, ακολουθώντας τη Βουλγαρία (26,8%), τη Ρουμανία (23,9%) και τη Λετονία (23,3%). Αντίθετα, πιο ισορροπημένη μισθολογική κατανομή καταγράφεται σε χώρες όπως η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Σουηδία και η Σλοβενία.
Το 25% των γυναικών και το 45% των νέων στην Ελλάδα είναι χαμηλόμισθοι, δηλαδή πληρώνονται με 5,3 ευρώ/ώρα (μεικτά), την ώρα που η μέση μεικτή ωριαία αμοιβή στην Ελλάδα είναι 8 ευρώ, 14,91 ευρώ στην ΕΕ και 16,15 ευρώ στην Ευρωζώνη.
Μία στις 4 Ελληνίδες πληρώνεται με 5,3 ευρώ/ώρα την ώρα ή και λιγότερα, ποσοστό που μας κατατάσσει ακριβώς στην ίδια θέση με τη Βουλγαρία. Επιπλέον ένας στους δύο νέους στη χώρα μας θεωρείται χαμηλόμισθος, όταν στην Ευρώπη το αντίστοιχο ποσοστό είναι ένας στους 4 νέους (25,1%). Πρόκειται για τη 2η χειρότερη θέση πανευρωπαϊκά, μετά το Βέλγιο, όπου όμως εκεί το μέσο μεικτό ωρομίσθιο είναι 24 ευρώ.
Μάλιστα η επίδοση αυτή της χώρας μας σημειώνεται σε ένα εργατικό δυναμικό που θεωρείται υπερπροσοντούχο. Πιο συγκεκριμένα στη λίστα με τους εργαζόμενους υψηλότερων προσόντων στην Ευρώπη πρώτη είναι η Ισπανία (35,0%), ακολουθούμενη από την Ελλάδα (33,0%) και την Κύπρο (28,2%).
Αυξήθηκε το μέσο ωριαίο κόστος εργασίας
Το 2024, σε σύγκριση με το 2023, το ωριαίο κόστος εργασίας σε επίπεδο ευρωπαϊκής οικονομίας, αυξήθηκε κατά 5% στην ΕΕ και κατά 4,5% στη ζώνη του ευρώ.
Οι μεγαλύτερες αυξήσεις καταγράφηκαν στην Κροατία (+14,2%), στη Λετονία (+12,1%) και στη Λιθουανία (+10,8%) και τη χαμηλότερη στην Τσεχία (+1,3%) ακολουθούμενη από τη Φινλανδία (+1,8%) και το Λουξεμβούργο (+2,1%).
Το 2024, το μέσο ωριαίο κόστος εργασίας σε ολόκληρη την οικονομία υπολογίστηκε σε 33,5 ευρώ στην ΕΕ και 37,3 ευρώ στη ζώνη του ευρώ, έναντι 31,9 ευρώ και 35,7 ευρώ, αντίστοιχα, το 2023.
Το μέσο ωριαίο κόστος εργασίας παρουσιάζει σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών της ΕΕ, με το χαμηλότερο ωριαίο κόστος εργασίας να καταγράφεται στη Βουλγαρία (10,6 €), τη Ρουμανία (12,5 €) και την Ουγγαρία (14,1 €) ενώ το υψηλότερο στο Λουξεμβούργο (55,2 €), τη Δανία (50,1 €) και το Βέλγιο (48,2 €).
Το μέσο ωριαίο κόστος εργασίας στη βιομηχανία ήταν 33,9 € στην ΕΕ, στις κατασκευές ήταν 30,0€ , στις υπηρεσίες έφτανε στα 33,3 ευρώ στην ΕΕ και στην κυρίως μη επιχειρηματική οικονομία (πλην της δημόσιας διοίκησης) ήταν 34,2 €.
Υπενθυμίζεται πως οι δύο κύριες συνιστώσες του κόστους εργασίας είναι οι μισθοί και το μη μισθολογικό κόστος (φόροι και εισφορές). Το μερίδιο του μη μισθολογικού κόστους στο συνολικό κόστος εργασίας για το σύνολο της οικονομίας ήταν 24,7% στην ΕΕ και 25,5% στη ζώνη του ευρώ. Τα χαμηλότερα μερίδια μη μισθολογικού κόστους στην ΕΕ καταγράφηκαν στη Ρουμανία (4,8%), τη Λιθουανία (5,4%) και τη Μάλτα (5,8%) και τα υψηλότερα στη Γαλλία (32,2%) και τη Σουηδία (31,6%).
Στα χαμηλά η απασχόληση στην Ελλάδα
Κατά τη διάρκεια του 2024 το 75,8% των ατόμων ηλικίας 20 – 64 ετών της ΕΕ απασχολούνταν, ποσοστό που συνιστά το υψηλότερο ποσοστό που καταγράφηκε την τελευταία 15ετία (από το 2009).
«Πρωταθλήτριες» στην απασχόληση αναδείχθηκαν χώρες όπως η Ολλανδία (83,5%), η Μάλτα (83,0%) και η Τσεχία (82,3%), ενώ στον αντίποδα τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν στην Ιταλία (67,1%), στην Ελλάδα (69,3%) και στη Ρουμανία (69,5%).
Πηγή: insider.gr