Χρήματα στη … μετάφραση φαίνεται πως χάνονται για τους επιχειρηματίες της εστίασης, αφού οι εξειδικεύσεις των μέτρων στήριξης του κλάδου αφήνουν μια μάλλον πικρή γεύση.
Μετά τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος έκανε εξαγγελίες για ενισχύσεις του κλάδου με 330 επιπλέον εκατομμύρια ευρώ, ήρθαν οι εξειδικεύσεις του αρμόδιου υπουργού Ανάπτυξης κι Επενδύσεων Άδωνιδος Γεωργιάδη αναφορικά με την επιχορήγηση των επιχειρήσεων μέσω ΕΣΠΑ, να δημιουργήσουν αρκετά ερωτηματικά.
Σύμφωνα με τα όσα είπε ο υπουργός οι επιχειρήσεις του κλάδου της εστίασης θα λάβουν ενίσχυση με βάση έως το 30% του τζίρου που είχαν το 2019. Η επιδότηση θα εξαρτηθεί από το ύψος του τζίρου και αναμένεται να αφορά επιχειρήσεις που αποδεδειγμένα ζημιώθηκαν και είναι κλειστές.
«Καλύπτουμε για όσους είχαν πάνω από 30% πτώση τζίρου, το 7% του ετήσιου τζίρου του 2019, προκειμένου να αγοράσουν πρώτες ύλες και θα πρέπει να προσκομίσουν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2021 τα τιμολόγια αγοράς προϊόντων» διευκρίνισε ο υπουργός χαρακτηριστικά.
Με βάση όμως τις εκτιμήσεις των επιχειρηματιών του κλάδου, αυτές οι ενισχύσεις δεν αφορούν συνολικά ούτε 30.000 επιχειρήσεις σε όλη την Ελλάδα, επί συνόλου 75.000 επιχειρήσεων. Ειδικότερα για το Ηράκλειο και την Κρήτη φαίνεται πως οι περισσότερες από τις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις δεν θα μπορέσουν να ωφεληθούν από τα ευεργετήματα της κυβέρνησης, με αποτέλεσμα επιχειρηματίες που βρίσκονταν στο χείλος της καταστροφής να αντιμετωπίζουν πλέον ορατούς κινδύνους να μην ανοίξουν καθόλου.
«Το τοπίο προς το παρόν παραμένει ασαφές και θα θέλαμε να υπάρξουν περισσότερες διευκρινίσεις» αναφέρει η πρόεδρος του Συνδέσμου Επισιτισμού και Διασκέδασης Νομού Ηρακλείου Μαρία Χαλβατζή, για να προσθέσει:
«Ο κάθε ένας επιχειρηματίας αντιμετωπίζει πρόβλημα. Τα προβλήματα μας δεν ορίζονται με ποσοστά, ορίζονται με πραγματικά δεδομένα. Γι’ αυτό θεωρούμε ότι πρόκειται για ένα κατ’ αρχάς καλό πρόγραμμα, αφού ενισχύει μια σειρά από επιχειρήσεις. Θα έπρεπε όμως πιστεύουμε να υπάρχει κι ένα ελάχιστο ποσό βάσης για κάθε μία επιχείρηση ξεχωριστά, αφού όλες οι επιχειρήσεις πρέπει να ενισχυθούν για να μπορέσουν να επανεκκινήσουν σωστά και να επιβιώσουν».
Όπως τονίζει η κ. Αντωνακάκη, οι δύο μήνες εργασίας το 2020, είναι εκείνοι που απεντάσσουν κάποιες επιχειρήσεις από τα ευεργετήματα, κάτι το οποίο ωστόσο είναι πλασματικό, αφού παραδοσιακά, ειδικά ο Ιανουάριος περιλαμβάνει υψηλότερους τζίρους σε σχέση με άλλους μήνες, για πάρα πολλές επιχειρήσεις.
Όπως αναφέρουν παράλληλα οι επιχειρηματίες του κλάδου, ο σχεδιασμός του κυβερνητικού προγράμματος ενίσχυσης έχει δυο πολύ συγκεκριμένα και σαφή ζητήματα που θα αποκλείσουν ουσιαστικά χιλιάδες επιχειρήσεις από την ενίσχυση.
- Το διάστημα της μείωσης του -30% για το 2020 περιλαμβάνει μήνες (Ιανουάριο & Φεβρουάριο) κανονικής λειτουργίας. Γι’ αυτό άλλωστε και προτείνουν, η μείωση της τάξεως του 30 % να αφορά το διάστημα της πανδημίας όπως είναι και το εύλογο. Δηλαδή το διάστημα 1/4/2020 – 31/12/2020 ή αν πρέπει να συγκριθεί με ημερολογιακό έτος, το διάστημα 1/4/2020-1/3/2021.
- Δεν υπάρχει πρόβλεψη για τα υποκαταστήματα του 2019 & 2020 στο ίδιο ΑΦΜ, που αυξάνουν τον συνολικό τζίρο και δεν απεικονίζουν την πραγματική μείωση εσόδων. Γι’ αυτό το δεδομένο προτείνεται η εξαίρεση των τζίρων των υποκαταστημάτων στον συνολικό τζίρο, ώστε να γίνει διακριτή η πραγματική μείωση τζίρου στο κεντρικό.
Στο πλαίσιο αυτό, αναδεικνύεται για μία φορά το παράδοξο, η κυβέρνηση να ακούει μεν τις πραγματικές ανάγκες που έχει ένας κλάδος, αλλά τελικά να αποφασίζει με βάση σκληρές πολιτικές και οικονομικές κατευθύνσεις και όχι με βάση τις πραγματικές ανάγκες που θεωρητικά αναγνωρίζει.
Αυτό έχει ως συνέπεια να δημιουργείται μια μεγάλη αναστάτωση σχεδόν σε όλους τους κλάδους, αλλά και να προκαλούνται αρκετά ερωτηματικά σε σχέση τελικά με το αν και κατά πόσο, τα ευεργετήματα που παρουσιάζει ως λύσεις, δίνουν λύσεις στα πραγματικά προβλήματα.