Τράπεζα, ταμείο, λεφτά

Tα προγράμματα κράτησαν την Ελλάδα στην Ευρωζώνη, αλλά η προσαρμογή της ήταν πολύ μακρά και θα έπρεπε να είχε δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στις κοινωνικές ανάγκες του ελληνικού πληθυσμού, σύμφωνα με ανεξάρτητη έκθεση αξιολόγησης, που  συζητήθηκε στο Συμβούλιο των Διοικητών του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM)  κατά τη χθεσινή σύνοδό του, που πραγματοποιήθηκε μέσω τηλεδιάσκεψης.

Σε ανάρτηση που έκανε στον προσωπικό λογαριασμό του στο Twitter ο πρόεδρος του Eurogroup, Μάριο Σεντένο, ο οποίος προεδρεύει και στο Συμβούλιο Διοικητών του ESM, αναφέρθηκε στα παραπάνω συμπεράσματα της έκθεσης που συνέταξε ο ανεξάρτητος αξιολογητής, Χοακίν Αλμούνια, με εντολή του ESM.

Η μελέτη αναφέρει χαρακτηριστικά: «Δόθηκε έμφαση στη χρηματοοικονομική σταθερότητα της Ευρωζώνης επί των επιδιώξεων της Ελλάδας. Οι πολιτικοί ηγέτες της Ευρωζώνης θεωρούσαν υπέρτατης σημασίας τη διάσωση της Ευρωζώνης».

Οι συγγραφείς της έκθεσης, με τίτλο: «Διδάγματα από τη χρηματοδοτική βοήθεια στην Ελλάδα», σημείωσαν  ότι η στρατηγική προτεραιότητα διατήρησης της ακεραιότητας της Ευρωζώνης σήμαινε ότι έπρεπε να αποφευχθεί το Grexit, να περιοριστεί η μετάδοση του ελληνικού ιού σε άλλα μέλη του κοινού νομίσματος και να προστατευθεί το τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης.

Μόνο στο τρίτο πρόγραμμα – σημειώνει η έκθεση – περιλαμβάνεται ως στρατηγικός στόχος «η ανάγκη να υπάρξει ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς και κοινωνική δικαιοσύνη» στην Ελλάδα.

Σύμφωνα με την ανεξάρτητη αξιολόγηση υπό τον κ. Αλμούνια, τα προγράμματα του EFSF και του ESM «έδωσαν προτεραιότητα στους δημοσιονομικούς στόχους επί των φιλο-αναπτυξιακών μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων». Ειδικότερα, η έκθεση αναφέρει: «Τα ελληνικά προγράμματα του EFSF και του ESM αντιμετώπισαν τις κρίσιμες ανάγκες χρηματοοικονομικής σταθερότητας ακολουθώντας την εντολή σταθεροποίησης που είχαν.

Αλλά τα εμπλεκόμενα μέρη εμμέσως αποδέχθηκαν ένα σημείο ισορροπίας χαμηλής μεγέθυνσης στο πρόγραμμα του ESM […] Οι δημοσιονομικοί στόχοι έπρεπε να επιτευχθούν απαρέγκλιτα, ενώ για τις φιλο-αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων, που προϋπέθεταν τη στοχοποίηση κατεστημένων συμφερόντων στην Ελλάδα, η προσέγγιση ήταν πιο ευέλικτη».

Επιπλέον, σημειώνεται ότι οι ίδιοι οι φιλόδοξοι δημοσιονομικοί στόχοι, παρότι απέτρεψαν την περαιτέρω αύξηση του χρέους, «υπονόμευσαν την ανάπτυξη που ήταν απαραίτητη για να μειωθεί σημαντικά ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ. Η μειωμένη μεγέθυνση του ΑΕΠ στο μέλλον, ενδεχόμενες δημοσιονομικές ανισορροπίες και αυξήσεις επιτοκίων θα μπορούσαν να δημιουργήσουν εκ νέου κινδύνους για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της Ελλάδας».

Η έκθεση σημειώνει επίσης ότι η διαδικασία της αιρεσιμότητας δεν λειτούργησε όπως θα έπρεπε. Η παροχή των δόσεων στη χώρα ήταν συνήθως συνάρτηση «των αναγκών ρευστότητας» που είχε και όχι της επιτυχούς εφαρμογής των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων.

Κεντρικό πρόβλημα που εντοπίζεται είναι η απουσία ενός κοινού αφηγήματος στην Ελλάδα για τα αίτια της κρίσης, που υπονόμευσε την «ιδιοκτησία» (ownership) των προγραμμάτων. «Η πελατειακή λογική και η κατακερματισμένη διοικητική κουλτούρα έχουν δυσχεράνει τον στρατηγικό σχεδιασμό της κεντρικής κυβέρνησης», αναφέρεται χαρακτηριστικά.

«Υψηλό κόστος»

Η έκθεση αναδεικνύει τα δημοσιονομικά επιτεύγματα της περιόδου 2010-8, την βελτίωση στην εταιρική διακυβέρνηση των τραπεζών μετά το 2015 και την επιτυχή επάνοδο της Ελλάδας στις αγορές στο τέλος των προγραμμάτων. Αναφέρει ωστόσο ότι αυτή η αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής κυριαρχίας της χώρας επιτεύχθηκε «με σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό κόστος».

Μόνο «στις ύστερες φάσεις» των προγραμμάτων συνδέθηκε πιο επιτυχώς η παροχή χρηματοδοτικής βοήθειας «με τις κοινωνικές ανάγκες» του πληθυσμού, στις οποίες είχε δοθεί «ανεπαρκή προσοχή» στα δύο πρώτα προγράμματα.

Συγκεκριμένα, σημειώνεται: «Καθώς μία ex ante αξιολόγηση του κοινωνικού αντίκτυπου έγινε αργά στη διαδικασία διαμόρφωσης των προγραμμάτων, ο σχεδιασμός τους δεν έδωσε επαρκές βάρος στις ενδείξεις για τις πιθανές κοινωνικές συνέπειες των πολιτικών προσαρμογής».

Κατά τη διάρκεια του προγράμματος του EFSF (2012-14) οι θεσμοί «άρχισαν να συνειδητοποιούν τη χρησιμότητα της ειδικών γνώσεων της Παγκόσμιας Τράπεζας» σε τέτοια ζητήματα. Η πιο έγκαιρη δραστηριοποίηση της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ελλάδα «θα είχε βοηθήσει», συμπεραίνεται.

Με το πρόγραμμα του ESM, παρότι σε μεγάλο βαθμό ήταν συνέχεια του προγράμματος του EFSF, με ασφυκτικές προθεσμίες που σήμαιναν ότι «αυτά που βρίσκονταν στο τραπέζι ήταν μια πρόταση που δεν μπορούσε να αρνηθεί» η ελληνική πλευρά, «δόθηκε έμφαση σε διαφορετικά πράγματα».

«Κάποια μέτρα, όπως οι απολύσεις στο δημόσιο τομέα, στις οποίες επέμενε το ΔΝΤ ως μέρος μίας ευρύτερης προσπάθεια να εκσυγχρονίσει το δημόσιο τομέα και να επιφέρει τη ρήξη με τις πελατειακές πρακτικές του παρελθόντος, εγκαταλείφθηκαν και δόθηκε περισσότερη προσοχή σε σύγκριση με το πρόγραμμα του EFSF στις μεταρρυθμίσεις της δημόσιας διοίκησης και του συστήματος Δικαιοσύνης.

Η υιοθέτηση ενός προγράμματος ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, που ήταν στα χαρτιά από την πρώτη αξιολόγηση το 2010, έγινε κεντρικό στοιχείο».

Παρά την πρόοδο στο μέτωπο αυτό, ωστόσο, η εισοδηματική ανισότητα στο τέλος των προγραμμάτων «παρέμενε υψηλότερη από το μ.ο. της Ευρωζώνης». Επιπλέον, η αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης «παραμένει κάτω από τον μ.ο. της Ε.Ε.» και, ενώ η διαδικασία των δημοσίων συμβάσεων «βελτιώθηκε σημαντικά», οι μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση «δεν κατέγραψαν αρκετή πρόοδο».

Η έκθεση επιβεβαιώνει ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και το ΔΝΤ δεν είχαν κατανοήσει το μέγεθος του προβλήματος όταν ξέσπασε η ελληνική κρίση χρέους.

«Το 2010, οι θεσμοί υποτίμησαν το βάθος των προβλημάτων στην Ελλάδα και δεν είχαν συνειδητοποιήσει το εύρος των αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, συμπεριλαμβανομένων των αδυναμιών της φορολογικής διοίκησης που εμπόδιζαν την αποτελεσματική της λειτουργία», σημειώνεται.

Σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των θεσμών, τονίζεται ο αρνητικός ρόλος των διαφωνιών με το ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Σε μελλοντικά προγράμματα, η έκθεση συνιστά η μεθοδολογία για τις σχετικές αναλύσεις (Debt Sustainability Analyses) να συμφωνείται εξαρχής.

Για τον τρόπο λειτουργίας του ίδιου του ESM, σημειώνεται ότι «υπήρχαν στιγμές που οι εθνικές προτιμήσεις πολιτικής των μελών του ESM δυσχέραιναν την ικανότητα των θεσμών να σχεδιάσουν και να διαπραγματευτούν αποτελεσματική μέτρα που ήταν κατάλληλα για την Ελλάδα».