Ελληνική οικονομία

«Αναιμική» εκτιμάται ότι θα παραμείνει και φέτος η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας με το ΑΕΠ να κινείται αυξητικά μεταξύ 1,5% και 2% όπως ανέφεραν σήμερα στελέχη της PriceWaterhouseCoopers κατά τη διάρκεια παρουσίασης μελέτης με θέμα τις εξαγορές και συγχωνεύσεις επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Η εκτίμηση αυτή βασίζεται στο γεγονός πως οι επενδύσεις δεν κινούνται με τον ρυθμό που απαιτείται για να οδηγηθεί η οικονομία σε υψηλότερο επίπεδο.

Η κύρια αιτία για την χαμηλότερη του αναμενόμενου επενδυτική δραστηριότητα, σύμφωνα με τα στελέχη της PwC, είναι το ιδιαίτερα υψηλό κόστος κεφαλαίου που οφείλεται σε δομικά προβλήματα της χώρας, στο έλλειμμα εμπιστοσύνης των επενδυτών για τη χώρα καθώς και στην έλλειψη ρευστότητας στην ελληνική αγορά.

Εμπόδιο για την επίτευξη υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης και την προσέλκυση περισσότερων επενδύσεων θεωρούνται οι αργοί ρυθμοί με τους οποίους οι τράπεζες αντιμετωπίζουν το θέμα των προβληματικών δανείων.

Το 2018 πραγματοποιήθηκαν 51 εξαγορές και συγχωνεύσεις (έναντι 39 το 2017) ενώ η συνολική αξία των συναλλαγών αυξήθηκε κατά 1,9 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το 2017, κυρίως λόγω των μεγάλων συναλλαγών στη ναυτιλία, την ενέργεια και τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Εξ αυτών οι πέντε μεγαλύτερες συναλλαγές άγγιξαν τα 1,8 δισ. ευρώ. Οι συναλλαγές στη ναυτιλία αποτέλεσαν το 22% της συνολικής αξίας των συναλλαγών, με τους τομείς της ενέργειας και των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών να ακολουθούν.

Όπως προκύπτει από τη μελέτη, το 2018 σημειώθηκε αυξημένη δραστηριότητα σε επίπεδο Εξαγορών & Συγχωνεύσεων. Ο αριθμός των συναλλαγών παρουσίασε άνοδο της τάξης του 31%, με το συνολικό αριθμό να αγγίζει για το 2018 τις 51 έναντι 39 το 2017. Αντίστοιχα, η συνολική αξία των συναλλαγών μεταβλήθηκε από 1,9 δισ. ευρώ το 2017 σε 3,8 δισ. ευρώ το 2018 σημειώνοντας αύξηση αξίας 1,9 δισ. ευρώ.

Το 2018 αποτυπώνεται μια μεταστροφή προς συναλλαγές μεγαλύτερου ύψους με την μέση αξία να κινείται στα 75 εκατ. ευρώ. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των συναλλαγών αξίας μεταξύ 10 εκατ. ευρώ και 50 εκατ. ευρώ μετατοπίστηκε από 9 το 2017 σε 13 το 2018, αντίστοιχα από 3 σε 17 συναλλαγές αξίας μεταξύ 50 εκατ. ευρώ και 100 εκατ. ευρώ και υπερδιπλασιάστηκε από 1 σε 3 συναλλαγές αξίας μεταξύ 100 εκατ. ευρώ και 150 εκατ. ευρώ.