Το Συμβούλιο των Υπουργών Οικονομικών της ΕΕ (ECOFIN) κατέληξε σήμερα σε συμφωνία για την αναθεώρηση του ευρωπαϊκού πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης (Σύμφωνο Σταθερότητας).
Στο πλαίσιο της σημερινής συμφωνίας ικανοποιήθηκαν οι βασικές προτεραιότητες που είχε θέσει η ελληνική κυβέρνηση όσον αφορά την ειδική μεταχείριση των αμυντικών δαπανών, την ειδική πρόνοια για τους τόκους του ελληνικού δημόσιου χρέους το 2033, την προστασία των επενδύσεων και τη σταδιακή μείωση του δημόσιου χρέους, ώστε να μην υπονομεύεται η ανάπτυξη και η κοινωνική συνοχή.
Στη χθεσινή συνεδρίαση την Ελλάδα εκπροσώπησε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης.
Ο κ. Χατζηδάκης δήλωσε σχετικά: «Μια μακρά ευρωπαϊκή διαπραγμάτευση ολοκληρώθηκε σήμερα με επιτυχία για την Ελλάδα. Ένα μακροχρόνιο αίτημα διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων για την εξαίρεση των αμυντικών επενδύσεων από τον υπολογισμό του υπερβολικού ελλείμματος γίνεται για πρώτη φορά αποδεκτό.
Παράλληλα, γίνεται ρητή αναφορά με θετικό τρόπο στο ζήτημα που θα προκύψει το 2033 σε σχέση με τον υπολογισμό των τόκων των δανείων του επίσημου τομέα στο ελληνικό δημόσιο χρέος, απαλλάσσοντας έτσι τη χώρα από έναν πονοκέφαλο ως προς τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ.
Στόχος της Ελλάδας σε αυτές τις διαπραγματεύσεις ήταν να εξασφαλιστεί ο μέγιστος δυνατός συνδυασμός των πολιτικών της δημοσιονομικής σταθερότητας και οικονομικής ανάπτυξης. Ωστόσο, σταθερή δέσμευσή μας ήταν και παραμένει μια οικονομική πολιτική που αφήνει πίσω την περασμένη δεκαετία αλλά θέτει τις βάσεις για μια ελληνική οικονομία που θα συνεχίσει να εκπλήσσει ευχάριστα, συνδυάζοντας τα γερά δημοσιονομικά θεμέλια με τη γρήγορη ανάπτυξη της χώρας».
Οι βασικοί στόχοι του νέου πλαισίου είναι:
Η εξασφάλιση της δημοσιονομικής σταθερότητας και βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους.
Η επίτευξη υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης για τα επόμενα χρόνια.
Οι στόχοι αυτοί είναι αλληλένδετοι και συμπληρωματικοί. Υψηλοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης δεν είναι εφικτοί χωρίς δημοσιονομική σταθερότητα, και η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους δεν είναι δυνατή χωρίς επαρκή οικονομική ανάπτυξη.
Είναι σημαντικό να τονιστεί πως οι θέσεις και επιδιώξεις της ελληνικής κυβέρνησης έχουν καλυφθεί επαρκώς καθώς, μεταξύ άλλων:
Πρώτον, ικανοποιείται το πάγιο αίτημα της Ελλάδας για ειδική μεταχείριση των αμυντικών δαπανών. Ειδικότερα, προβλέπεται ότι αν ένα κράτος-μέλος έχει υψηλότερες επενδύσεις σε άμυνα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ή προβαίνει σε μια σημαντική αύξηση των επενδύσεών του στην άμυνα, εισάγεται η δυνατότητα οι δαπάνες αυτές να μη λαμβάνονται υπόψη για την ένταξη ή μη του κράτους-μέλους σε Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος. Οι επενδύσεις στην άμυνα είναι η μοναδική κατηγορία δαπανών για την οποία εισάγεται ρητά αυτή η πρόνοια.
Δεύτερον, η μείωση του δημόσιου χρέους θα είναι σταδιακή, ώστε να προστατευτεί η δυναμική της ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας. Με τους υφιστάμενους κανόνες κάθε κράτος-μέλος που έχει χρέος άνω του 60% του ΑΕΠ είναι υποχρεωμένο να μειώνει κάθε χρόνο το χρέος του κατά το 1/20 του υπερβάλλοντος ποσού. Στην πράξη, αυτό για την Ελλάδα σημαίνει ετήσια μείωση χρέους 4,5%-5% τα επόμενα χρόνια. Με τους νέους κανόνες η απαιτούμενη μείωση χρέους θα υπολογίζεται με βάση τα χαρακτηριστικά κάθε κράτους-μέλους, ενώ ως ελάχιστο όριο για τα κράτη με υψηλό χρέος (>90% του ΑΕΠ), όπως η Ελλάδα, τίθεται η ετήσια μέση μείωση του χρέους κατά 1%.
Τρίτον, εξασφαλίζεται πως η ενσωμάτωση των τόκων επίσημων δανείων στο δημόσιο χρέος, η οποία είναι προγραμματισμένη για το 2033, δεν θα ληφθεί υπόψη στους υπολογισμούς εξέλιξης του ελληνικού δημόσιου χρέους όσον αφορά την εφαρμογή των νέων δημοσιονομικών κανόνων.