Συνολικά 182.694 μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ποσοστό 28,36%) έκλεισαν την περίοδο 2008 – 2016, σύμφωνα με την έκθεση του 2019 του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων (ΙΜΕ – ΓΣΕΒΕΕ) που παρουσιάστηκε χθες σε ειδική εκδήλωση.
Σύμφωνα με έκθεση οι πολύ μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις παραμένουν αντιμέτωπες με σημαντικά ,με τα κυριότερα από αυτά να είναι η υψηλή φορολογία, η έλλειψη ρευστότητας και η πρόσβαση σε χρηματοδότηση.
Όπως προκύπτει από την έκθεση , το κόστος της κρίσης δεν κατανεμήθηκε ισομερώς σε όλους τους κλάδους, ενώ την ίδια στιγμή παρατηρείται ότι η ανάκαμψη των τελευταίων ετών είναι εξίσου ανισομερής.
Ενώ παρουσιάζεται μια δυναμική των πολύ μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων να διευρύνουν τον επιχειρηματικό τους ορίζοντα, εντούτοις παραμένουν σημαντικά εμπόδια με κυριότερο (εξαιρουμένης της υψηλής φορολόγησης) για περισσότερες από 4 στις 10 επιχειρήσεις (43,3%) να θεωρείται η έλλειψη ρευστότητας και πρόσβασης σε χρηματοδότηση.
Η ελληνική οικονομία, όπως σημειώνεται: «εξακολουθεί να υστερεί σε ανταγωνιστικότητα με τα πιο αδύναμα σημεία της να είναι η στρεβλή χρηματοοικονομική αγορά και το δυσμενές και ασταθές μακροοικονομικό περιβάλλον και γι’ αυτόν τον λόγο δεν αποτελεί ελκυστικό προορισμό για ξένες επενδύσεις
. Αντιθέτως, παρουσιάζει ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα στην ποιότητα του ανθρώπινου κεφαλαίου και στις υποδομές. Το σημαντικότερο πρόβλημα των ΜΜΕ αυτή τη στιγμή εντοπίζεται στην υψηλή φορολογία και στο φορολογικό πλαίσιο εν γένει».
Το κόστος της δημοσιονομικής προσαρμογής
Όσον αφορά το κόστος της δημοσιονομικής προσαρμογής, όπως αναφέρεται, αυτή συντελέστηκε κυρίως μέσω της αύξησης των φορολογικών εσόδων και της μείωσης των δημοσίων δαπανών. Σχεδόν τα 2/3 (67,47%) της συνολικής δημοσιονομικής προσαρμογής της δεκαετίας 2010- 2019 ύψους 173,6 δισ. ευρώ προήλθε από το σκέλος των φορολογικών εσόδων. «Έτσι, δημιουργήθηκε οξύτατο πρόβλημα επιβίωσης και ανταγωνιστικότητας για τις ελληνικές επιχειρήσεις» όπως υπογραμμίζεται.
Όπως προκύπτει, η κύρια συνιστώσα της οικονομικής δραστηριότητας που έχει πληγεί περισσότερο είναι αυτή των επενδύσεων. «Αυτό είναι και ένα από πιο ανησυχητικά ευρήματα της έκθεσης, καθώς η απομείωση του κεφαλαίου της χώρας υπονομεύει τις μελλοντικές αναπτυξιακές της προοπτικές ενώ η ανάκαμψη της επενδυτικής δραστηριότητας είναι ένας από τους πιο δύσκολους στόχους σε μία οικονομία» όπως υπογραμμίζεται.
Μικρομεσαίες επιχειρήσεις
Αναφορικά με την επίδραση της κρίσης στη δομή της επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα, όπως αναφέρεται στην έκθεση, υπήρξε μείωση του αριθμού των επιχειρήσεων κατά 9,4% ενώ παράλληλα μειώθηκε το ποσοστό των μικρών επιχειρήσεων που απασχολούν έως τέσσερα άτομα ως προς το σύνολο των επιχειρήσεων. Η υποχώρηση του ρόλου των μικρών επιχειρήσεων αντικατοπτρίζεται και σε κλαδικό επίπεδο αφού από τους επτά κλάδους στους οποίους ο αριθμός των επιχειρήσεων αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης μόνο ο κλάδος του τουρισμού συγκεντρώνει μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Η μείωση των επιχειρήσεων είχε σαφές αντίκτυπο στην απασχόληση η οποία μειώθηκε κατά 17% στη δεκαετία, με τον τομέα της μεταποίησης να υφίσταται τη μεγαλύτερη συρρίκνωση. Όσον αφορά στη θέση στο επάγγελμα ως κυρίαρχη τάση αναδεικνύεται η μείωση των εργοδοτών με προσωπικό και η αύξηση των μισθωτών και των αυτοαπασχολουμένων.
Τα εμπόδια
Στην έκθεση περιλαμβάνεται παρουσίαση έρευνας γνώμης, που διεξήχθη με ευθύνη του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ σε συνεργασία με τη MARC Α.Ε. σε αντιπροσωπευτικό δείγμα μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Τα ευρήματα αναφέρονται κυρίως σε διαρθρωτικά ζητήματα, όπως η ανάλυση του λειτουργικού κόστους, η ιεράρχηση των εμποδίων που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις, ο βαθμός εξωστρέφειας, τα δίκτυα συνεργασίας και η ενσωμάτωση «μικρο-καινοτομιών».
Όπως προκύπτει από την ανάλυση των στοιχείων:
– 4 στις 10 επιχειρήσεις (38,8%) έχουν αναπτύξει την τελευταία τριετία κάποιου είδους καινοτομία για νέο προϊόν ή υπηρεσία ή/και την οργάνωση της επιχείρησης ή/και την εξωστρέφεια.
– 2 στις 10 επιχειρήσεις (19,5%) έχουν αναπτύξει κάποιου είδους συνεργασία με άλλες επιχειρήσεις για κοινές προμήθειες προϊόντων/υπηρεσιών, ή/και για κοινή προώθηση, μάρκετινγκ ή/και για κοινή αποθήκη.
– 1 στις 6 επιχειρήσεις (16,7%) εξάγει κάποιο ποσοστό των προϊόντων ή υπηρεσιών σε άλλες χώρες.
Ως κυριότερο εμπόδιο -με εξαίρεση την υψηλή φορολόγηση- για περισσότερες από 4 στις 10 επιχειρήσεις (43,3%) αναδεικνύεται η έλλειψη ρευστότητας και η πρόσβαση σε χρηματοδότηση.