«Άκυρο» έριξε το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο στις προσδοκίες των συνταξιούχων για αναδρομικά από τις μνημονιακές περικοπές στα δώρα κατά την περίοδο μεταξύ Ιουνίου 2015 – Μαίου 2016.
Και αυτό καθώς σύμφωνα με την απόφαση του, «στερείται σχετικής δικαιοδοσίας» να κρίνει το σχετικό μνημονιακό νόμο που επέβαλε τις περικοπές στους συνταξιούχους, ενώ επισήμανε πως οι δύο αποφάσεις άλλων δικαστηρίων, του Αρείου Πάγου από τη μια μεριά και του ΣτΕ από την άλλη δεν έρχονται σε αντίθεση καθώς αφορούν διαφορετικές περιπτώσεις. Υπενθυμίζεται πως η εισήγηση η οποία είχε γίνει τον Απρίλιο του 2024 είχε ακριβώς αυτό το περιεχόμενο, ενώ η απόφαση του Ανωτάτου Διοικητικό Δικαστηρίου για τα αναδρομικά επιβεβαίωσε πληροφορίες του newsit.gr, σύμφωνα με τις οποίες το πιθανότερο σενάριο ήταν αυτό.
Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο έκρινε ότι στερείται σχετικής δικαιοδοσίας να κρίνει το μνημονιακό νόμο του 2012 με τον οποίο καταργήθηκαν τα επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, λόγω μη αντίθεσης, μεταξύ της απόφασης του Αρείου Πάγου και των αποφάσεων του ΣτΕ. ‘Ως εκ τούτου, δεν μπήκε στην ουσία της συνταγματικότητας ή μη, των περικοπών στις επικουρικές συντάξεις του ιδιωτικού τομέα για το 11μηνο από 11.6.2015 έως 11.5.2016 και των δώρων και των επιδομάτων, που έγιναν με το «νόμο Κατρούγκαλου»
Και αυτό γιατί το ΣτΕ, το οποίο αποφάσισε υπέρ της αντισυνταγματικότητας των μνημονιακών διατάξεων, περιόρισε την κρίση του επί συνταξιούχων δημοσίων φορέων κοινωνικής ασφάλισης, στηριζόμενο στην υποχρεωτικότητα της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης και στην συνακόλουθη παροχή της αποκλειστικά από το κράτος ή από Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου.
Έλαβε υπόψιν επίσης το σωρευτικό αποτέλεσμα της ένδικης περικοπής με το σύνολο των προηγηθεισών, κατά το 2010 – 2012, πολλαπλών διαδοχικών νομοθετικών περικοπών των συντάξεων, κρίνοντας ότι επιβαλλόταν συνταγματικά, αλλά δεν εκχώρησε η εκπόνηση ειδικής επιστημονικά τεκμηριωμένης μελέτης ως προς την επιρροή της ένδικης ρύθμισης στον πυρήνα του κοινωνικο-ασφαλιστικού δικαιώματος των εν λόγω συνταξιούχων.
Από την άλλη πλευρά, ο Άρειος Πάγος, υπό το πρίσμα του νομικού πλαισίου της παρεχομένης από την ίδια την Τράπεζα της Ελλάδας, δηλαδή από Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, επικουρικής ασφάλισης των συνταξιούχων της, συνεκτιμώντας με τις προηγηθείσες περικοπές συντάξεων, οι οποίες, όμως, δεν αφορούσαν στο σύνολο και συγκεκριμένα στην πλειονότητά τους, τους συνταξιούχους των πληττόμενων συντάξεων των ασφαλισμένων στην παραπάνω τράπεζα, παραμένει υψηλότερο της μέσης κύριας και επικουρικής συντάξεως του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ, έκρινε συνταγματική την παραπάνω διάταξη.
Επομένως, κατά το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, λόγω της ουσιώδους διαφοροποίησης του νομικού και πραγματικού υποβάθρου των υποθέσεων και των αντίστοιχων, φερομένων, ως αντιθέτων αποφάσεων του Αρείου Πάγου και του ΣτΕ, δεν καθίσταται κρίσιμη και αναγκαία για τη μία υπόθεση η γενόμενη από το άλλο δικαστήριο ερμηνευτική προσέγγιση του ζητήματος της συνταγματικότητας ή μη της αυτής νομοθετικής διάταξης και συνακολούθως δεν τίθεται ζήτημα αντίθεσης των παραπάνω αποφάσεων των δικαστηρίων στο Σύνταγμα.
Πιο αναλυτικά, όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης, «το ανώτατο ειδικό δικαστήριο έκρινε ότι στερείται σχετικής δικαιοδοσίας, λόγω μη αντιθέσεως μεταξύ της αποφάσεως 1509/ 2023 του Αρείου Πάγου και το 2287 και 2088 / 2015 του ΣτΕ. Και τούτο, διότι το Συμβούλιο της Επικρατείας, αποφανθέν υπέρ της αντισυνταγματικότητας περιόρισε την κρίση του επί των συνταξιούχων δημόσιων φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως, στηριζόμενο στην υποχρεωτικότητα της (επικουρικής) κοινωνικής ασφάλισης και «στην συνακόλουθη παροχή της αποκλειστικώς από το κράτος ή από ΝΠΔΔ», έλαβε υπόψη κατά τρόπο καταλυτικό το σωρευτικό αποτέλεσμα της ένδικης περικοπής με το σύνολο των προηγηθεισών, κατά τα έτη 2000 έως 2012, πολλαπλών διαδοχικών νομοθετικών περικοπών των συντάξεων, κρίνοντας -βάσει της ποσότητας και της έντασης αυτών επί της συγκεκριμένης κατηγορίας συνταξιούχων – ότι επιβαλλόταν συνταγματικώς, αλλά δεν εκχώρησε η εκπόνηση ειδικής επιστημονικά τεκμηριωμένης μελέτης ως προς την επιρροή της ένδικης ρύθμιση στον πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος των εν λόγω συνταξιούχων» αναφέρεται στο σκεπτικό.
Από την άλλη πλευρά ο Άρειος Πάγος, «υπό το πρίσμα του νοµικού πλαισίου της παρεχοµένης από την ίδια την Τράπεζα της Ελλάδος, ήτοι από νοµικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, επικουρικής ασφαλίσεως των συνταξιούχων της, συνεκτιμώντας µεν τις προηγηθείσες περικοπές συντάξεων, οι οποίες, όµως, δεν αφορούσαν στο σύνολο, και δη στην πλειονότητά τους, τους συνταξιούχους της Τράπεζας, και λαμβάνοντας, επίσης, υπ’ όψιν ο΄τι, πάντως, το ύψος των πληττόμενων συντάξεων των ασφαλισμένων στην ως άνω Τράπεζα παραµένει υψηλότερο της µέσης κυρίας και επικουρικής συντάξεως του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, έκρινε συνταγµατική την ως άνω διάταξη».
Τέλος, οι δικαστές τονίζουν ότι «λόγω ουσιώδους διαφοροποιήσεως του νοµικού και πραγματικού υποβάθρου των υποθέσεων και των αντιστοίχων, φερομένων ως αντίθετων, αποφάσεων του Αρείου Πάγου αφενός και του Συµβουλίου της Επικρατείας αφετέρου, δεν καθίσταται κρίσιμη και αναγκαία για την μία υπόθεση γενομένη από το άλλο δικαστήριο ερμηνευτική προσέγγιση του ζητήματος της συνταγµατικότητας ή µη της αυτής νομοθετικής διατάξεως και, συνακολούθως, δεν τίθεται ζήτηµα αντιθέσεως, κατ’ άρθρο 100 παρ.1 περ.ε’ του Συντάγµατος, των προαναφερθεισών αποφάσεων των ως άνω Δικαστηρίων».