Αγορά εργασίας: Μόνο οι απόφοιτοι Λυκείου βρίσκουν εύκολα δουλειά

Η θλιβερή διαπίστωση των περασμένων δεκαετιών ότι «οι Ελληνες είναι τα γκαρσόνια της Ευρώπης» δεν έχει αλλάξει και πολύ όσον αφορά τη μεγάλη εικόνα της αγοράς εργασίας. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι 53.800 θέσεις εργασίας που προστέθηκαν τον τελευταίο χρόνο, σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, αφορούσαν υποψηφίους με απολυτήριο Λυκείου.

Σύμφωνα με όσα αναφέρει το newsmoney.gr, από την μία πλευρά η Ελλάδα είναι ψηλά στους δείκτες της υπερεκπαίδευσης και από την άλλη εξαναγκάζει τους νέους να συμβιβαστούν με δουλειές χαμηλότερων δεξιοτήτων για να μη μείνουν άνεργοι, αφού μόνο οι απόφοιτοι Λυκείου βρίσκουν εύκολα εργασία. Τα στοιχεία είναι ακόμα πιο δυσοίωνα όταν ο έλεγχος επικεντρώνεται ανά επίπεδο εκπαίδευσης. Επιβεβαιώνεται δηλαδή ότι μόνο οι απόφοιτοι Λυκείου μπορούν να βρουν πιο εύκολα δουλειά στην Ελλάδα (9η θέση στην Ε.Ε.), στοιχείο που δείχνει ότι οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται είναι χαμηλής ποιότητας και δεν απαιτούν υψηλό γνωστικό επίπεδο. Αντίθετα, στην απορρόφηση των πτυχιούχων ΑΕΙ η Ελλάδα βρίσκεται στο τελευταίο σκαλί της Ε.Ε. (στην 27η θέση), με όλες τις χώρες, ακόμα και τη Βουλγαρία, να εμφανίζονται σε υψηλότερες θέσεις. Μάλιστα ακόμη μικρότερο είναι το ποσοστό της απορρόφησης των νέων έως 34 ετών στον τομέα της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών.

Ετσι, ενώ η νεότερη γενιά θεωρείται η πιο καλά εκπαιδευμένη κατέχοντας τα περισσότερα προσόντα, η απασχόληση των νέων στην Ελλάδα κατευθύνεται σε μεγάλο ποσοστό στο λιανικό εμπόριο, στην εστίαση και τον τουρισμό. Ειδικότερα, σύμφωνα με στοιχεία του 2023 που επεξεργάστηκε το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, η χώρα μας κατέχει τη χειρότερη θέση στην Ε.Ε. ως προς την αναντιστοιχία εργασίας και εκπαίδευσης.

«Η Ελλάδα εμφανίζεται να έχει το μεγαλύτερο ποσοστό αποφοίτων μεταλυκειακής και ανώτατης εκπαίδευσης οι οποίοι απασχολούνται σε θέσεις εργασίας χαμηλών και μέσων δεξιοτήτων», σημειώνει ο κ. Χρήστος Γούλας, γενικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ. «Πρόκειται για ένα ποσοστό υπερπροσοντούχων που κινείται στο 37%, 15 μονάδες παραπάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (22,1%)».

«Το 1/3 των αποφοίτων ΑΕΙ», συμπληρώνει ο γενικός γραμματέας Τύπου και Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης της ΓΣΕΕ Γιώργος Χριστόπουλος, «αμείβεται με μισθό ανειδίκευτου εργάτη, ανοίγοντας τον δρόμο για το brain away στο εξωτερικό, που καταλήγει σε brain drain. Το 74% των ελληνικών επιχειρήσεων δεν εκπαιδεύει το προσωπικό του στις νέες τεχνολογίες και γενικότερα δεν επενδύει στο εκπαιδευτικό κεφάλαιο, εξακολουθώντας να παράγει φθηνά προϊόντα χαμηλής υπεραξίας. Οι προτεραιότητες των τελευταίων γενιών άλλαξαν. Παλαιότερα έδιναν έμφαση στην ασφάλεια της εργασίας. Σήμερα προτιμούν τις ποιοτικές θέσεις με καλούς μισθούς και ευελιξία που εξασφαλίζουν καλύτερη ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής».

Από τους τελευταίους στην Ε.Ε.

Η σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ε.Ε. δείχνει το μέγεθος της διαφοράς: σε ποσοστό απασχόλησης αποφοίτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης η Ελλάδα -με 66,2%- βρίσκεται στην 27η θέση στην Ευρωπαϊκή Ενωση, με την Ιταλία με 71,6% να τοποθετείται ένα σκαλί πιο πάνω. Ολες οι υπόλοιπες χώρες όμως είναι πάνω από το 80%, και έτσι φτάνει στο 85,2% ο συνολικός μέσος όρος.

Η Κύπρος είναι 25η με 80,8% απορροφητικότητα πτυχιούχων, η Ισπανία 24η με 81%, ενώ πολύ κοντά, στην 23η θέση με 81,4%, καταγράφεται η Πορτογαλία. Σε καλύτερη θέση βρίσκονται και οι χώρες των Βαλκανίων, όπως είναι η Ρουμανία (με 84% στην 20ή θέση) και η Κροατία (με 81,7% στην 22η θέση). Μάλιστα η Βουλγαρία που συνήθως κατέχει στις μετρήσεις την τελευταία θέση εμφανίζει 93,7% απορροφητικότητα πτυχιούχων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης κατακτώντας την πολύ υψηλή 3η θέση στην Ε.Ε. Τις πρώτες θέσεις στη λίστα κατέχουν η Λετονία (με 94,4% στη 2η θέση) και η Μάλτα (με 96,3% στην 1η θέση).

Παράλληλα, η χώρα μας κατατάσσεται στην 20ή θέση ως προς την απορρόφηση στο πεδίο των πτυχιούχων Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (66,5%), σχεδόν 15 μονάδες κάτω από το 80,4% που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος. Μόνο οι απόφοιτοι Γενικής Εκπαίδευσης (72,7%) στην Ελλάδα έχουν καλύτερη θέση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (67,2%), οδηγώντας τη χώρα στην 9η θέση ως προς αυτή τη σύγκριση, αλλά δείχνοντας ταυτόχρονα και το χαμηλό επίπεδο ως προς την ποιότητα των παραγόμενων θέσεων εργασίας.

«Μπορεί να φαίνεται παράδοξο», τονίζει ο διευθυντής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, «αλλά η αγορά εργασίας στην Ελλάδα εμφανίζει ζήτηση κυρίως για λιγότερο καταρτισμένους εργαζομένους, με περιορισμένες επαγγελματικές δεξιότητες και αδυνατεί να απορροφήσει τους περισσότερο εξειδικευμένους, οι οποίοι μοιραία βρίσκουν δουλειά στο εξωτερικό. Oι θέσεις που προσφέρονται είναι χαμηλής ποιότητας σε κλάδους παροχής υπηρεσιών, οι οποίοι ακόμα και όταν παρουσιάζουν υψηλές κερδοφορίες παράγουν μικρές προστιθέμενες αξίες και δεν οδηγούν σε παραγωγικές επενδύσεις. Πρόκειται για μια παραγωγικά ανώριμη και άτολμη αγορά εργασίας που παράγει κυρίως θέσεις ανειδίκευτων αποφοίτων Γενικού Λυκείου».

Βεβαίως, πολλές επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας και έντασης γνώσης που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας αντιμετωπίζουν προβλήματα ανεύρεσης κατάλληλα εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Αλλά αυτό είναι το δέντρο που μας εμποδίζει να δούμε το δάσος των δομικών προβλημάτων στην αγορά εργασίας και τη δομή του παραγωγικού μας προτύπου. Γιατί την ίδια στιγμή οι ίδιοι αριθμοί μάς δείχνουν ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των ελληνικών επιχειρήσεων αδυνατεί να αξιοποιήσει ένα άμεσα διαθέσιμο καταρτισμένο εργατικό δυναμικό λόγω χαμηλών επενδύσεων, δυσκολίας ενσωμάτωσης νέων τεχνολογιών και εμμονικής προσκόλλησης σε παρωχημένα παραγωγικά πρότυπα.

«Αυτός ο συνδυασμός, δηλαδή χαμηλές επιχειρηματικές φιλοδοξίες, χαμηλές επενδύσεις και αναξιοποίητο εργατικό δυναμικό, υπονομεύει τόσο την ανάπτυξη της οικονομίας όσο και την ποιότητα της εργασίας, τροφοδοτώντας τον φαύλο κύκλο της χαμηλής παραγωγικότητας», καταλήγει ο κ. Γούλας.

Η ΔΥΠΑ

Σε αυτό το έλλειμμα η Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης (ΔΥΠΑ) απαντά με την υλοποίηση προγραμμάτων αναβάθμισης των δεξιοτήτων ανέργων και εργαζομένων.

«Αναμφισβήτητα οι στρεβλώσεις που περιγράφονται από το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ αποτελούν ένα διαχρονικό πρόβλημα στην ελληνική αγορά εργασίας», επισημαίνει ο διοικητής της ΔΥΠΑ Σπύρος Πρωτοψάλτης. «Παρά τα πολύ σημαντικά βήματα που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, η απόσταση που έχουμε να διανύσουμε προκειμένου να μειώσουμε το χάσμα αντιστοίχισης δεξιοτήτων με τις σύγχρονες ανάγκες στην αγορά εργασίας είναι ακόμα μεγάλη.

Σε αυτό το έλλειμμα η ΔΥΠΑ απαντά με καινοτόμες πρωτοβουλίες και δράσεις που έχουν στόχο την πιο αποτελεσματική διασύνδεση του εργατικού δυναμικού της χώρας με τις επιχειρήσεις, όπως οι Ημέρες Καριέρας, οι νέες ειδικότητες στις σχολές μας, οι συνεργασίες με κολοσσούς της παγκόσμιας τεχνολογίας και η στενότερη συνεργασία με τα πανεπιστήμια της χώρας. Προσπαθούμε δηλαδή να φύγουμε από λογικές του παρελθόντος που έχουν ξεπεραστεί στην εποχή μας και είναι αναποτελεσματικές και να υιοθετήσουμε νέες μεθόδους, πιο σύγχρονες και πιο στοχευμένες.

Συνεχίζουμε να επενδύουμε με ακόμα πιο εντατικούς ρυθμούς στον τομέα της ταχύρρυθμης επαγγελματικής κατάρτισης για την απόκτηση και αναβάθμιση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού ώστε να είναι έτοιμο για τη μετάβαση της παγκόσμιας οικονομίας. Σε αυτό το πλαίσιο, στόχος μας είναι να καταρτιστούν και να πιστοποιηθούν σε ψηφιακές και πράσινες δεξιότητες 500.000 Ελληνες μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης. Και είμαστε σε πολύ καλό δρόμο καθώς ήδη 340.000 Ελληνες έχουν πιστοποιηθεί, ενώ σχεδιάζουμε και νέες δράσεις με έμφαση στην Τεχνητή Νοημοσύνη και κλάδους αιχμής της οικονομίας με υψηλή ζήτηση για εξειδικευμένο προσωπικό».

Οι τάσεις του μέλλοντος

Παρά την απογοήτευση που μπορεί να εισπράττουν οι μορφωμένοι της νέας γενιάς, ακολουθώντας ειδικότητες που θα βρίσκονται στην κορυφή της ζήτησης τα επόμενα χρόνια διπλασιάζουν τις πιθανότητες να πετύχουν μια ποιοτική και καλοπληρωμένη δουλειά. Oι ελλείψεις εξειδικευμένων θέσεων στην αγορά εργασίας -αυτό που λένε οι επιχειρήσεις ότι αναζητούν αλλά δεν βρίσκουν- αποτελούν έναν μπούσουλα για να πειστεί η νέα γενιά να στραφεί προς αυτά τα επαγγέλματα. Ετσι, σήμερα στις κατασκευές σημειώνεται μεγάλη έλλειψη σε ηλεκτροσυγκολλητές, υδραυλικούς, μαραγκούς και χειριστές βαρέων μηχανημάτων, στη βιομηχανία λείπουν εργάτες αποθήκης, συσκευασίας και χειριστές κλαρκ, ενώ με το τουφέκι κυνηγούν οι εταιρείες τεχνολογίας προγραμματιστές και άλλες υψηλών προσόντων ειδικότητες.

Με στόχο την ενημέρωση της νέας γενιάς η Γενική Διεύθυνση Εργασιακών Σχέσεων του υπουργείου Εργασίας επεξεργάστηκε στατιστικά στοιχεία που δείχνουν τις τάσεις του μέλλοντος στην εργασία. Σύμφωνα με τα στοιχεία, ο τουρισμός (κυρίως μάρκετινγκ και διαδικτυακές υπηρεσίες), η πληροφορική και επικοινωνία, οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και η τεχνολογία τροφίμων είναι οι κλάδοι που θα έχουν ζήτηση τις επόμενες δεκαετίες στην Ελλάδα.

Ειδικότερα, ανάμεσα στα επαγγέλματα του μέλλοντος είναι οι μηχανικοί δικτύων, οι επαγγελματίες υγείας, οι χειριστές και συντηρητές, τα στελέχη διαχείρισης και ποιότητας των τροφίμων και οι τεχνικοί ηλεκτρολογικών συστημάτων, εγκαταστάσεων και δικτύων.

ΠΗΓΗ: newmoney.gr