Ο κόσμος του «Ερωτόκριτου» παραμένει και σήμερα ακόμα ανεξάντλητος… Ο Κορνάρος αποτελεί πηγή έμπνευσης για τη μουσική, το θέατρο, τη ζωγραφική αλλά και τα κόμικς!
Με αφορμή τη μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία του Βαγγέλη Κοκκάρη «Ο Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου από τη λογοτεχνία στα κόμικς», που υποστηρίχτηκε με επιτυχία πρόσφατα στο Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, η «Π» επικοινώνησε με τον ίδιο και τον επόπτη του, Δρ. Τάσο Α. Καπλάνη, για το κορναρικό κείμενο και τις μεταμορφώσεις του σε κόμικς.
Το κείμενο της συνέντευξης έχει ως εξής:
Γιατί εν έτει 2022 ο Κορνάρος εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο ενός μάστερ;
ΤΑΚ: Είναι ίσως κοινότοπο πλέον, αλλά δεν θα κουραστούμε να το επαναλαμβάνουμε: ο Ερωτόκριτος του Κορνάρου είναι ένα αριστούργημα όχι μόνο της νεοελληνικής, αλλά και της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Ο Κορνάρος μέσα από το έργο του συνομιλεί με κορυφαίους δημιουργούς της όψιμης Αναγέννησης, όπως ο Αριόστο, και ταυτόχρονα φιλτράρει και αναπλάθει δημιουργικά τόσο την ευρωπαϊκή λογοτεχνική παράδοση των ρομάντζων όσο και λαϊκές παραδόσεις, αλλά και προβληματισμούς του ίδιου και της εποχής του γύρω από το ζήτημα της ταυτότητας, του έρωτα, των κοινωνικών και άλλων συμβάσεων (όπως λ.χ. των ειδολογικών).
Με τον τρόπο αυτό καταφέρνει να καινοτομήσει, να μας προσφέρει μεταξύ άλλων –και σίγουρα όχι τυχαία– τη μοναδική θετική (για αιώνες…) ηρωίδα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, την Αρετούσα, και, γενικότερα, δημιουργεί έναν επικών διαστάσεων μυθιστορηματικό κόσμο. Ο κόσμος αυτός, παρόλο που είναι σήμερα καλύτερα διερευνημένος και λιγότερο παρεξηγημένος σε σχέση με το παρελθόν, είναι τόσο πλούσιος που εξακολουθεί να παραμένει ανεξάντλητος.
Και όχι μόνο φιλολογικά: το κορναρικό κείμενο αποτελεί διαρκώς πηγή καλλιτεχνικής έμπνευσης και μέσα από τις ποικίλες μεταμορφώσεις του στη μουσική, στο θέατρο, στη ζωγραφική, στα κόμικς εξακολουθεί να διευρύνεται και να συνδιαλέγεται με το παρόν μας.
Η μεταφορά σε κόμικς ενός λογοτεχνικού έργου και, μάλιστα, κορυφαίου, όπως είναι ο Ερωτόκριτος, προσφέρει κάτι στο κοινό; Φέρνει σπουδαία έργα πιο κοντά στον κόσμο ή τα μειώνει σε αξία, τελικά;
ΤΑΚ: Η ιδέα του να έρθουν τα κλασικά αριστουργήματα της λογοτεχνίας πιο κοντά στο κοινό, και μάλιστα στο νεανικό, μέσα από το νέο ακόμη τότε μέσο, τα κόμικς, ήταν η αρχική ιδέα πάνω στην οποία βασίστηκαν τα αμερικάνικα Classics Illustrated και η ελληνική εκδοχή τους, τα Κλασσικά Εικονογραφημένα, που ξεκίνησαν το 1951. Παρά τη δηλωμένη αρχική πρόθεση, η σειρά ξεπέρασε κατά πολύ τις αρχικές προσδοκίες και απευθύνθηκε σε ένα πολύ ευρύτερο –και όχι μόνο στο νεανικό– κοινό:
το πρώτο της τεύχος, οι Άθλιοι του Ουγκό, έκανε ένα αξεπέραστο για δεκαετίες ρεκόρ στην ελληνική βιβλιαγορά πουλώντας γύρω στο 1.000.000 αντίτυπα! Επιπλέον, η σειρά-μέσα-στη-σειρά «Από την Μυθολογία και την Ιστορία της Ελλάδος». που ξεκίνησε το 1952 σε επιμέλεια Βασίλη Ρώτα, χάρισε στα ελληνικά Κλασσικά Εικονογραφημένα 90 περίπου νέους, ελληνικούς τίτλους, ανάμεσά τους και τον Ερωτόκριτο, καθιστώντας την έτσι τη δεύτερη σημαντικότερη στον κόσμο (μετά την αμερικανική). Συνεπώς, το ερώτημα αν η μεταφορά σε κόμικς φέρνει σπουδαία έργα κοντά στον κόσμο είναι καταφατικά απαντημένο ήδη από τη δεκαετία του 1950.
Η σύγχρονή μας άνθηση μεταφοράς λογοτεχνικών έργων σε κόμικς γίνεται βέβαια με πολύ διαφορετικούς όρους, αρχής γενομένης ήδη από το Παραρλάμα των Πέτρου και Βανέλλη του 2011, που το έχουν ακολουθήσει άλλοι 14 τίτλοι μέχρι σήμερα (χωρίς τις αυτοεκδόσεις), ανάμεσά τους και ο Ερωτόκριτος.
Σε αντίθεση με τη σειρά του 1950, που απαντούσε στα επίκαιρα ακόμη τότε αιτήματα του μοντερνισμού περί ελληνικότητας, αναπλάθοντας μεταξύ άλλων την εθνική ταυτότητα μέσα από συγκεκριμένες επιλογές (λ.χ βιογραφίες ηρώων του 1821), τα σύγχρονά μας έργα δεν εντάσσονται σε σειρά, κυκλοφορούν από διάφορους εκδοτικούς οίκους και αποτελούν όλα φρέσκες καλλιτεχνικές δημιουργίες, που συνομιλούν βέβαια με τα λογοτεχνικά κείμενα-πηγές, αλλά παράγουν αυτόνομα τεχνουργήματα που διεκδικούν το καθένα την αυθυπαρξία και την αυταξία του.
Έχοντας ενταχθεί και στην εκπαίδευση, τα κόμικς ως πολυτροπικά, σημειωτικά κείμενα μπορούν να μας προσφέρουν ποικίλες ενδιαφέρουσες και επίκαιρες ερμηνευτικές παρατηρήσεις. Ένα μόνο παράδειγμα: στις λεκτικές αφηγήσεις πολλά στοιχεία συχνά μένουν απροσδιόριστα, ας πούμε τα ρούχα ενός χαρακτήρα. Στα κόμικς όμως είναι σχεδόν αναπόφευκτη η αναπαράσταση της οπτικής λεπτομέρειας. Το λογοτεχνικό κείμενο μπορεί να λέει: ένας άντρας μπήκε στο δωμάτιο.
Η κομικσική εκδοχή του είναι υποχρεωμένη να τον παρουσιάσει με έναν συγκεκριμένο τρόπο, να τον ντύσει με συγκεκριμένα ρούχα. Αυτό όμως που είναι αναγκαστικά περιοριστικό στις οπτικές αφηγήσεις και θα μπορούσε να ιδωθεί ως μειονέκτημα, τις κάνει ταυτόχρονα σημειολογικά πολύ πιο ενδιαφέρουσες από τις λεκτικές.
Κατά την έρευνά σας τι διαπιστώσατε για τον Ερωτόκριτο και τη μεταφορά του σε κόμικς;
Β. Κ. Τα κόμικς και η λογοτεχνία αποτελούν δύο τέχνες, που συχνά συνομιλούν μεταξύ τους. Η συνομιλία αυτή γίνεται πολύ πιο εξειδικευμένη και ενδιαφέρουσα όταν ένα λογοτεχνικό κείμενο μεταφέρεται σε κόμικς. Για να εξετάσουμε τους όρους και τους τρόπους με τους οποίους διεξάγεται η συνομιλία αυτή, επιλέξαμε ως παράδειγμα τον Ερωτόκριτο, καθώς είναι το μοναδικό ως σήμερα λογοτεχνικό έργο που μεταφέρθηκε σε κόμικς και τη δεκαετία του 1950 και πολύ πρόσφατα, το 2016.
Λεπτομέρειες δεν μπορούν να δοθούν εδώ, αλλά, επιγραμματικά να πούμε ότι η διασκευή των Συναδινού και Θεολόγου-Σαβράμη των Κλασσικών Εικονογραφημένων (1955/1956) δεν βασίστηκε στο ίδιο το κορναρικό κείμενο, αλλά στη θεατρική διασκευή του του 1929 από τον σεναριογράφο Θ. Συναδινό. Το χαρακτηριστικό της είναι ότι προσλαμβάνει και αναπλάθει το έργο ως μεσαιωνικό ρομάντζο, με απόλυτη κυριαρχία της ερωτικής ιστορίας του Ρωτόκριτου και της Αρετούσας.Οι σκηνές της γκιόστρας, των μαχών, του πολέμου, που καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος του κορναρικού έργου, στο κόμικς σχεδόν απαλείφονται. Η εικονογράφηση επίσης επιτονίζει τα ερωτικά στοιχεία, χρησιμοποιεί φωτεινά χρώματα και κυριαρχείται από συμφραζόμενα του μεσαίωνα.
Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η εικονογράφηση της Αρετούσας ως μεσαιωνικής δεσποσύνης με κωνικό καπέλο (hennin) – στοιχείο που αντλείται απευθείας από τη θεατρική παράσταση του 1929. Από την άλλη, η διασκευή των Γούση, Παπαμάρκου και Ράγκου του 2016 αξιοποιεί ως πηγή την κριτική έκδοση του Αλεξίου και αναπλάθει τον Ερωτόκριτο ως αναγεννησιακό fantasy.
Συνδυάζοντας τον έρωτα και τον πόλεμο, προσπαθεί να αφηγηθεί μια αναγεννησιακή ιστορία. Βλέπουμε έτσι να περνάνε μπροστά από τα μάτια μας, συμφραζόμενα της αναγέννησης, σκηνές μαχών βασισμένες σε αναγεννησιακά εγχειρίδια οπλομαχητικής αλλά και μια Αρετούσα με έντονη φεμινιστική διάσταση.
Ταυτόχρονα, η διασκευή χαρακτηρίζεται από ποπ αισθητική, με έντονη χρωματική παλέτα και ιδιαίτερη φωτοσκίαση. Παρόλο που και εδώ απόλυτη ισορροπία ανάμεσα στο ερωτικό και το πολεμικό στοιχείο δεν επιτυγχάνεται, οι διασκευαστές προσεγγίζουν με σεβασμό και κριτική ματιά το κορναρικό κείμενο, δημιουργώντας ένα νέο αυτόνομο έργο, που διαβάζεται για αυτό που είναι.