Προχωρούν τα έργα των ηλεκτρικών διασυνδέσεων των Μη Διασυνδεδεμένων Νησιών της χώρας με το ηπειρωτικό σύστημα από τον ΑΔΜΗΕ. Με τον διαγωνισμό για τη Β’ Φάση της ηλεκτρικής διασύνδεσης των Κυκλάδων να βρίσκεται πλέον στην αξιολόγηση των τεχνικών προσφορών και τον διαγωνισμό για τη λεγόμενη «μικρή» διασύνδεση Κρήτης με την Πελοπόννησο (Λακωνία-Χανιά) προ των πυλών, μπορούμε να πούμε πως μια νέα εποχή αρχίζει να ανατέλλει στο εγχώριο ενεργειακό τοπίο.
Η Κρήτη
Η ανάγκη της διασύνδεσης της Κρήτης με το ΕΣΜΗΕ (Ελληνικό Σύστημα Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας) είχε αναγνωριστεί ως επιτακτική ήδη από τη δεκαετία του 1980 αλλά λόγω οικονομικών και τεχνικών δυσκολιών, τα σχέδια αναβλήθηκαν για να επανέλθουν πιο δυναμικά στο προσκήνιο μετά το 2000. Οι τεχνολογικές εξελίξεις σχετικά με την κατασκευή και πόντιση καλωδίων (αύξηση του μέγιστου επιτρεπόμενου μήκους καλωδίων, βάθος πόντισης κ.λπ.), με μικρότερο μάλιστα κόστος, η διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση ηλεκτρικού ρεύματος στην Κρήτη και η οικονομική κρίση που έκανε την εμφάνισή της στα τέλη της δεκαετίας του 2000, καλλιέργησαν σταδιακά τις συνθήκες εκείνες που τελικά δρομολόγησαν την υλοποίηση του έργου.
Το κόστος της ηλεκτροπαραγωγής στη μεγαλόνησο είναι ιδιαίτερα υψηλό εφόσον οι τοπικοί σταθμοί χρησιμοποιούν πετρέλαιο και μαζούτ, καύσιμα τα οποία επιβαρύνουν τους καταναλωτές όλης της χώρας με περισσότερα από 300 εκατ. ευρώ τον χρόνο. Οι, κρητικής προέλευσης, ετήσιες επιβαρύνσεις ΥΚΩ (Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας) που μετακυλίουν στους λογαριασμούς της ΔΕΗ σε όλη την Ελλάδα προσεγγίζουν το κόστος υλοποίησης της «μικρής» διασύνδεσης (περί τα 330 εκατ. ευρώ), καθιστώντας την μια εξαιρετικά συμφέρουσα επένδυση. Σε δεύτερη φάση, ο ΑΔΜΗΕ, όπως προβλέπεται και στο Δεκαετές Πρόγραμμα Ανάπτυξης, θα πραγματοποιήσει και τη «μεγάλη» διασύνδεση του νησιού με την Αττική, το κόστος της οποίας θα αγγίξει το 1 δισ. ευρώ.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η «μικρή» διασύνδεση Κρήτης και από τεχνικής άποψης, καθώς σε αυτή θα χρησιμοποιηθεί το μεγαλύτερο καλώδιο εναλλασσόμενου ρεύματος στον κόσμο, με μήκος 176 χλμ., «σπάζοντας» το ρεκόρ από το δεύτερο αντίστοιχο καλώδιο κατά 33 ολόκληρα χλμ. (143 χλμ.). Γενικότερα, η «μικρή διασύνδεση» θεωρείται σχετικά εύκολη, δεδομένων του μήκους των καλωδίων που θα απαιτηθούν και της ομαλής υποβρύχιας όδευσης (που έχει χαρτογραφηθεί πλήρως) μεταξύ Πελοποννήσου και Κρήτης.
Αντίθετα, στην περίπτωση της «μεγάλης» διασύνδεσης με την Αττική, θα απαιτηθούν καλώδια συνεχούς ρεύματος, μεγάλου μήκους, τα οποία θα κατασκευαστούν κατά παραγγελία και με πολύ αυστηρές προδιαγραφές, που σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη μορφολογία του βυθού, αναμένεται να ανεβάσουν αισθητά τον βαθμό δυσκολίας της λεγόμενης Β’ Φάσης.
Τα οφέλη της ηλεκτρικής διασύνδεσης των νησιών με το ηπειρωτικό σύστημα είναι πολλαπλά, εφόσον μειώνουν δραματικά την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε περιβαλλοντικό και οικονομικό επίπεδο, διασφαλίζουν τη συνεχή και απρόσκοπτη προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας στα μέχρι πρότινος απομονωμένα ηλεκτρικά συστήματα και παράλληλα προάγουν τη διείσδυση ΑΠΕ στο μείγμα της ηλεκτροπαραγωγής.
Στα Μη Διασυνδεδεμένα Νησιά, ακριβώς για λόγους εξασφάλισης της ηλεκτροδότησης δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στην ηλεκτροπαραγωγή από ορυκτά καύσιμα προκειμένου να αποσοβηθεί ο κίνδυνος διακοπών ρεύματος από δυσμενείς καιρικές συνθήκες (παρατεταμένη συννεφιά, νηνεμία κ.ά.) που μπορούν να επηρεάσουν τις επιδόσεις των μονάδων ΑΠΕ. Σημειωτέο πως ακόμα και μετά το πέρας της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κρήτης, κάποιες μονάδες που χρησιμοποιούν πετρέλαιο θα παραμείνουν σε λειτουργία για λόγους ασφαλείας και τρεχούμενης εφεδρείας (ετοιμότητας να καλύψουν, αν απαιτηθεί, την μέγιστη ισχύ του συστήματος σε περίπτωση βλάβης των καλωδίων).
Η άρση της απομόνωσης των νησιωτικών συστημάτων αναμένεται να αναστρέψει το τρέχον σκηνικό με τη μετατόπιση του κέντρου βάρους στην πράσινη ενέργεια, σε βαθμό που να καταστεί δυνατή η τροφοδοσία του ηπειρωτικού συστήματος, αυτή τη φορά, από το ενεργειακό περίσσευμα των διασυνδεδεμένων πλέον νησιών.