Είναι νέοι, γεμάτοι όρεξη για δουλειά και δημιουργία! Το βραβείο για εξαίρετη πορεία στις διδακτορικές και μεταπτυχιακές σπουδές, αντίστοιχα, απονεμήθηκε στην κ. Ειρήνη Τσιόδρα και στον κ. Γεώργιο Κυριακάκη κατά τη διάρκεια της 8ης Ημερίδας Χημείας που διοργάνωσε το Τμήμα Χημείας στη μνήμη της Μαρίας Χατζημαρινάκη.
Η εκδήλωση, όπου βραβεύτηκαν όλοι οι μεταπτυχιακοί φοιτητές και υποψήφιοι διδάκτορες που παρουσίασαν την ερευνητική τους εργασία, έγινε το περασμένο Σάββατο.
Το Τμήμα αναφέρει «ευχαριστούμε την οικογένεια της αξέχαστης Μαρίας Χατζημαρινάκη, η οποία προσέφερε ευγενώς τα χρηματικά έπαθλα».
Να μείνει στην Ελλάδα, χωρίς να στερηθεί τα όνειρά του
Ο κ. Κυριακάκης γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ηράκλειο, το 2021 ολοκλήρωσε το πρόγραμμα προπτυχιακών σπουδών του Τμήματος Χημείας του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Τώρα συνεχίζει τις σπουδές του, ως μεταπτυχιακός πλέον φοιτητής, στον τομέα της Απομόνωσης και Σύνθεσης Φυσικών Προϊόντων με Βιολογική Δραστικότητα (ΑΣΦΔ). «Στα πλαίσια των σπουδών αυτών εκπονώ το ερευνητικό μου έργο στο εργαστήριο του καθηγητή κ. Μανώλη Στρατάκη, τον οποίο και ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη που μου έχει δείξει, πάνω στην σύνθεση νέων πιθανών φαρμακευτικών ενώσεων, μέσω χρήσης καταλυτικών συστημάτων νανοσωματιδίων χρυσού και παλλαδίου», εξηγεί.
Τονίζει πως «η διάκριση αυτή είναι τεράστια τιμή για εμένα. Τη χρωστάω στους δικούς μου ανθρώπους. Σε αυτούς που στέκονται πλάι μου, σε κάθε βήμα. Κάθε επιτυχία μου είναι και δικιά τους».
Τα σχέδιά του για το μέλλον είναι πολλά, όπως λέει, «θα ήθελα να συνεχίσω την ερευνητική μου πορεία. Το Πανεπιστήμιο Κρήτης, ξεχωρίζει για το ερευνητικό και διδακτικό έργο, το οποίο παράγει.
Απώτερος σκοπός, να βρεθώ στον χώρο της βιομηχανίας φαρμάκων. Ιδανικά θα ήθελα να μείνω στην Ελλάδα, καθώς σαν κι αυτήν δεν υπάρχει άλλος τόπος. Αλλά δεν θα επιτρέψω να μπει εμπόδιο στα όνειρά μου».
Κίνδυνος καρκινογένεσης λόγω ρύπων
Η κ. Ειρήνη Τσιόδρα είναι υποψήφια διδάκτορας στο Εργαστήριο Περιβαλλοντικών Χημικών Διεργασιών (Ε.ΠΕ.ΧΗ.ΔΙ) του Τμήματος Χημείας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Ολοκλήρωσε το προπτυχιακό και μεταπτυχιακό κύκλο σπουδών στο ίδιο Τμήμα.
Η διδακτορική της διατριβή εκπονείται στο Εργαστήριο Περιβαλλοντικών Χημικών Διεργασιών (Ε.ΠΕ.ΧΗ.ΔΙ) του τμήματος Χημείας, σε συνεργασία με το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών & το Κέντρο Μελετών Ποιότητας Αέρα και Κλιματικής Αλλαγής του Ινστιτούτου Επιστήμης Χημικών Μηχανικών του Ιδρύματος Έρευνας και Τεχνολογίας στην Πάτρα. Υποστηρίζεται από το ευρωπαϊκό πρόγραμμα ERC – PyroTRACH και την Πανελλαδική Ερευνητική Υποδομή για τη μελέτη της ατμοσφαιρικής σύστασης και κλιματικής αλλαγής (ΠΑΝΑΚΕΙΑ).
«Η έρευνά μου επικεντρώνεται στους Πολυκυκλικούς Αρωματικούς Υδρογονάνθρακες (ΠΑΥ) και τα παράγωγα των αντιδράσεών τους στην ατμόσφαιρα.
Οι συγκεκριμένες αυτές ενώσεις περιέχονται στα αιωρούμενα σωματίδια με πολύ μικρό μέγεθος, έχουν ως βασική πηγή τις ατελείς καύσεις, και συνδέονται με σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία.
Η καρκινογόνος δράση τους είναι επιβεβαιωμένη, και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θεσμοθετήσει οριακή τιμή για την προστασία της δημόσιας υγείας», αναφέρει και προσθέτει πως «τα αποτελέσματα των πειραμάτων μας, που πρόσφατα δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Atmospheric Chemistry and Physics, πιστοποιούν τις πολύ αυξημένες συγκεντρώσεις των καρκινογόνων αυτών ουσιών στην ατμόσφαιρα της Αθήνας κατά την χειμερινή περίοδο, καθώς μια από τις κυριότερες πηγές ΠΑΥ είναι η καύση βιομάζας σε τζάκια και σόμπες για οικιακή θέρμανση.
Παράλληλα, σημαντικές είναι και οι συνεισφορές από τις εκπομπές των αυτοκινήτων, τόσο βενζινοκίνητων όσο και πετρελαιοκίνητων».
Πιο συγκεκριμένα, βρέθηκε ότι ο κίνδυνος καρκινογένεσης εξαιτίας χρόνιας έκθεσης σε ΠΑΥ στο αστικό περιβάλλον της Αθήνας μπορεί να αποδοθεί κατά 43% στην καύση βιομάζας, και ακολουθούν με 36% η καύση πετρελαίου και με 17% η καύση βενζίνης.
Παρόμοια εικόνα έχει παρατηρηθεί σε αρκετές άλλες ελληνικές πόλεις, καταδεικνύοντας τον σημαντικό ρόλο που παίζουν τα τζάκια στην επιβάρυνση της ποιότητας του αέρα.
Λόγω της τρέχουσας ενεργειακής κρίσης αναμένεται ακόμα ισχυρότερη επιδείνωση, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. «Απαιτείται λοιπόν συστηματική παρακολούθηση των επιπέδων σωματιδίων που σχετίζονται με καύση βιομάζας και η λήψη μέτρων περιορισμού των σχετικών εκπομπών», σημειώνει η κ. Τσιόδρα.