Εντονότατα σχολιάστηκε ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε εν γένει ο Τύπος, αλλά και οι παρευρισκόμενοι δημοσιογράφοι, που κάλυψαν την Τριμερή Σύνοδο.
Κατ’ αρχάς ενώ είχε προβλεφθεί επαρκής χώρος για τη φιλοξενία των δημοσιογράφων σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο του Porto Elounda, δεν είχε προβλεφθεί σε καμία περίπτωση χώρος στάθμευσης ή μεταφοράς, με αποτέλεσμα πλήθος δημοσιογράφων να αναγκαστούν σε περπάτημα άνω του ενός χιλιομέτρου, με τον εξοπλισμό τους, για την κάλυψη της Συνόδου.
Αυτό ωστόσο δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί καν πρόβλημα, μπροστά σε όλα τα υπόλοιπα.
Όπως ανέφεραν άνδρες της Ασφάλειας, είχαν «σαφείς» οδηγίες να συνοδεύσουν όλο τον Τύπο εντός ειδικά διαμορφωμένου χώρου (200 μέτρα μακριά και δύο πατώματα υψηλότερα από τον χώρο διεξαγωγής της Συνόδου) και να μην έχουν καμία επαφή – ούτε καν οπτική – με τις αφίξεις των υψηλών προσώπων ή με το τι συνέβαινε στην αίθουσα της Τριμερούς. Από τη διαδικασία δεν έλλειψαν και οι εντάσεις, όταν ζητήθηκε η διακοπή ζωντανής σύνδεσης και η απομάκρυνση δημοσιογράφου.
Μετά από πολλές διαπραγματεύσεις και εντάσεις, επετράπη κατ’ εξαίρεση η παραμονή των δημοσιογράφων στον χώρο εισόδου των οχημάτων, απλά για να έχουν ένα πλάνο ή μία φωτογραφία που θα συνόδευε το ρεπορτάζ τους.
Χαρακτηριστικός ήταν και ο τρόπος, με τον οποίο έγινε σαφές από νωρίς το πρωί πως απαγορεύεται στους δημοσιογράφους να απευθύνουν ερωτήσεις, να αναζητήσουν δηλώσεις ή και να φωτογραφήσουν πέραν του ασφυκτικά επιτρεπτού, αφού φωτογραφίες και εικόνα έδινε μόνο η ΕΡΤ.
Με απορία σχολιάστηκε παράλληλα το γεγονός ότι στην Ελούντα δεν έφθασε κανένας δημοσιογράφος από την Αθήνα, αφού προφανώς ήταν από την αρχή σαφές ότι η διάχυση της πληροφορίας θα ήταν απόλυτα ελεγχόμενη και φιλτραρισμένη.
Παρά τα σχόλια βέβαια, το θέμα έμεινε εκεί και δεν δόθηκε καμία πρόσθετη διάσταση στην πλήρη υποβάθμιση του ρόλου των Μέσων και της πολυφωνίας.