Ο π. Σταύρος Καρπαθιωτάκης με την κα Τιτίκα Σακλαμπάνη και τον κ. Γιώργο Ανεμογιάννη, στο Διεθνές Επιστημονικό Συμπόσιο, το 1997, για τα σαράντα χρόνια από τον θάνατο του Ν. Καζαντζάκη.
Ο π. Σταύρος Καρπαθιωτάκης με την κα Τιτίκα Σακλαμπάνη και τον κ. Γιώργο

Υπάρχουν στιγμές στη ζωή ενός ανθρώπου που η απόφαση που καλείται να λάβει θα χαράξει την υπόλοιπη πορεία του. Ο π. Σταύρος Καρπαθιωτάκης, που έφυγε από τη ζωή τον περασμένο Αύγουστο, επέλεξε τον Νοέμβριο του 1957 να παρακούσει τις εντολές που είχε και να θάψει τον κορυφαίο Κρητικό λογοτέχνη και στοχαστή Νίκο Καζαντζάκη.

Στη μνήμη του π. Σταύρου Καρπαθιωτάκη, του ιερέα που συνόδευσε για την ταφή το σεπτό σκήνωμα του Ν. Καζαντζάκη, η «Π» δημοσιεύει σήμερα τη συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στον Αντώνη Σανουδάκη την Τρίτη 18 Νοεμβρίου 1997 στο σπίτι του, στον Αη Γιάννη Ηρακλείου.

Μέρος της χρησίμευσε στην εισήγηση του κ. Σανουδάκη, με θέμα: “Η ταφή του Ν. Καζαντζάκη και η Εκκλησία Κρήτης” στο Επιστημονικό Συμπόσιο που είχε οργανώσει η “Διεθνής Εταιρία Φίλων Ν. Καζαντζάκη’’, το Μουσείο Ν. Καζαντζάκη, το Γαλλικό Ινστιτούτο, η Ένωση Φιλολόγων και ο Δήμος «Ν. Καζαντζάκης», στο ξενοδοχείο Galaxy Ηρακλείου, στις 5-7 Δεκεμβρίου 1997, για τα σαράντα χρόνια από τον θάνατο του Ν. Καζαντζάκη.

Στο Συμπόσιο παρευρέθηκε και  ο ίδιος ο π. Σταύρος Καρπαθιωτάκης.

Το κείμενο της συνέντευξης έχει ως εξής:

Αντώνης Σανουδάκης
Ανεμογιάννη, στο Διεθνές Επιστημονικό Συμπόσιο, το 1997, για τα σαράντα χρόνια από τον θάνατο του Ν. Καζαντζάκη. (Εφ. Πατρίς, 6-12-1997)

Αντώνης Σανουδάκης: Είναι γνωστό, πάτερ μου, ότι η ελλαδική Εκκλησία αντιμετώπισε με ένα πνεύμα όχι ευρύτητας το θέμα της κηδείας του Νίκου Καζαντζάκη.

Η Εκκλησία της Κρήτης και ειδικότερα ο Μακαριστός Μητροπολίτης τότε Ευγένιος, όντας ποιμενάρχης και των “προοδευτικών” λεγομένων και των “αντιδραστικών” λεγομένων εκπροσώπων των παρεκκλησιαστικών οργανώσεων κ.λπ. πώς αντιμετώπισε αυτό το όντως πρόβλημα για την Εκκλησία της Κρήτης, της ταφής δηλαδή του Νίκου Καζαντζάκη;

π. Σταύρος Καρπαθιωτάκης: Προσωπική μου γνώμη είναι ότι επηρεάστηκε από τη στάση της ελλαδικής Εκκλησίας και υπήρχε πράγματι ένας δισταγμός για τη χοροστασία, επειδή πολλά λεγόταν για την πίστη του Νίκου Καζαντζάκη.

Επειδή όμως ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Ευγένιος ήθελε να φέρει μία ισορροπία στην Εκκλησία της Κρήτης, επικοινώνησε με το Πατριαρχείο, με τον τότε Μακαριστό μεγάλο Πατριάρχη Αθηναγόρα, και η απάντηση ήτο ότι: “Αυτά τα θέματα, τα προβλήματα, τα ρυθμίζει ο οικείος επίσκοπος.”

Τότε έκλεισε το τηλέφωνο, πήρε την απόφαση, χτύπησε το χέρι του έτσι, θυμάμαι χαρακτηριστικά, πάνω στο γραφείο και είπε: “Πάμε!”, για το ναό.

 

Ο π. Σταύρος Καρπαθιωτάκης με τον σταυρό προπορεύεται της πομπής

 

Αντώνης Σανουδάκης: Σε ποιους το είπε;

π. Σταύρος Καρπαθιωτάκης: Ήταν μπροστά εκεί το Δημοτικό Συμβούλιο, ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου, ο τότε Πρωτοσύγκελλος και μετέπειτα Μητροπολίτης Ιεραπύτνης Μακαριστός Φιλόθεος, εγώ. Πήγαμε πράγματι στο ναό του Αγίου Μηνά, στο Μητροπολιτικό Ναό.

Εκεί έγινε η ακολουθία, εψάλη κανονικότατα και μετά, στο τέλος, συνηθίζεται ένας ιερεύς να συνοδεύει τον εκάστοτε νεκρό. Για ποιους λόγους και εγώ δεν θυμάμαι, δεν ξέρω, πήρα ’γώ μία πρωτοβουλία, ίσως εκεί ο εφημέριος του ναού να είχε κάποιο άλλο πρόβλημα, επήρα ’γώ τη θέση του και συνόδευσα τον Νίκο Καζαντζάκη μέχρι τον τάφο.

Πήρα ένα πετραχήλι από το ναό μέσα, πήρα το σταυρό, αυθόρμητα, αυτοβούλως, χωρίς να μου το υποδείξει κανένας και συνόδευσα το μεγάλο νεκρό μέχρι τον τάφο του πάνω στο Μαρτινέγκο, όπου εκεί έγινε το τρισάγιο και ετάφη.

Αντώνης Σανουδάκης: Αυτή την περίοδο εσείς είσθε στρατιωτικός ιερεύς. Πώς σας αντιμετώπισε μετά η υπηρεσία σας;

π. Σταύρος Καρπαθιωτάκης: Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ειδοποιήθηκα από δύο στρατιώτες να επισκεφθώ την ίδια στιγμή τον Ταξίαρχο, τον κύριο Βουδούρη, ο οποίος κι εκείνος τώρα είναι μακαρίτης. Ηρνήθην. Διά δευτέρα φορά ειδοποιήθηκα ξανά να ακολουθήσω τους στρατιώτες.

Αντώνης Σανουδάκης: Γιατί αρνηθήκατε όμως;

π. Σταύρος Καρπαθιωτάκης: Διότι δεν θεώρησα ότι είχα κάνει καμία πράξη έτσι επιλήψιμη, για να παρουσιαστώ αμέσως στον Ταξίαρχο. Είθισται οι αξιωματικοί και ο στρατιωτικός ιερεύς κάθε πρωί να πηγαίνουν στην υπηρεσία τους. Ήταν απόγεμα, εγώ έκανα μια άλλη πράξη εκκλησιαστική, γιατί ήμουν ιερέας, δεν θεώρησα σκόπιμο ότι έπρεπε να ακολουθήσω την Ε.Σ.Α. Συγκεκριμένα ήταν η Ε.Σ.Α. Το θεώρησα προσβλητικό.

Γι’ αυτό, το πρωί, με τους άλλους αξιωματικούς πήγα στη Σχολή και εκεί μου ανακοίνωσε στο Γραφείο του μέσα ο Ταξίαρχος την ποινή μου. Πριν όμως μου πει για τις είκοσι μέρες φυλάκισης, πήγε να μου κάνει μία θεωρία για τις ιδέες, τις πεποιθήσεις και τα πιστεύω του Καζαντζάκη. Εγώ αυτά τα θεώρησα έτσι λίγο ξεπερασμένα.

Μάλιστα είπα μία φράση χαρακτηριστική εκεί, σε ύφος έντονο, ότι: «Εγώ, εάν δεν είχα πιστεύω και πεποιθήσεις εκκλησιαστικές δεν θα γινόμουνα στην ηλικία των είκοσι δύο χρόνων ιερωμένος ούτε η Πολιτεία θα με επέλεγε, με έκανε αξιωματικό», με τα υπονοούμενά του γύρω από τα εθνικά φρονήματα.

«Οπότε», χαρακτηριστικά είπα, «μη μονοπωλείτε την εθνικοφροσύνη εσείς οι αξιωματικοί, έχουμε κι εμείς μέρισμα. Κατάγομαι από οικογένεια φιλελεύθερη, πιστεύω στο Θεό, γι’ αυτό και είμαι ρασοφόρος, ιερωμένος, αυτή τη στιγμή, στα είκοσι δύο μου χρόνια».

Αυτός ήταν ο διάλογος που έγινε με τον Ταξίαρχο. Και το αποτέλεσμα, να τύχω μιας δυσμενούς μεταθέσεως ξανά πίσω στη Μακεδονία, ενώ είχα έρθει πριν από δύο χρόνια, πάλι από τη Μακεδονία, οπότε υπέβαλα παραίτηση και έφυγα από τη Σχολή, από την Υπηρεσία.

Αντώνης Σανουδάκης: Μια λεπτομέρεια που δεν ξέρω αν ποτέ τη μάθατε. Πιστεύετε προσωπικά ή έχετε στοιχεία ότι ο μακαρίτης, τώρα, ο Βουδούρης ενήργησε αυτοβούλως ή είχε δεχθεί και ο ίδιος πιέσεις πολιτικές ή από παρεκκλησιαστικές οργανώσεις.

π. Σταύρος Καρπαθιωτάκης: Έχω την εντύπωση, χωρίς να έχω στοιχεία, επειδή με επεσκέφθη μετά από έξι μήνες στην ενορία εδώ που είμαι, στον Άγιο Ιωάννη, στο σπίτι μου, μού έκανε μία επίσκεψη την ημέρα της ονομαστικής μου γιορτής, μετά από έξι μήνες και μάλιστα με κάλεσε να καθίσω δίπλα του, στο σπίτι μου που ήρθε βέβαια με τη γυναίκα του, με τα παιδιά του, με το γαμπρό του, και μου είπε: «Για ’κείνη μου την πράξη, έτσι, νιώθω άσκημα και ήθελα να κάνομε μία συζήτηση».

Οπότε, εγώ του απάντησα με χαμόγελο ότι: «Η Εκκλησία πάντα συγχωρεί. Θυμάμαι, τότε, λέω, τη συζήτηση που κάναμε για τον Καζαντζάκη και είπα ότι “εγώ σαν Εκκλησία έθαψα τον Καζαντζάκη, από καθήκον και μόνο, διότι η Εκκλησία συγχωρεί”. Οπότε και σαν Εκκλησία πάλι σήμερα, που είμαι και στο σπίτι μου, εδώ, σας συγχωρώ γι’ αυτή σας την πράξη».

Και γέλασε. Αλλά άφησε να εννοηθεί ότι ήτανε άνωθεν η εντολή για να μου επιβληθεί εμένα αυτή η ποινή και εκείνος έπραξε τότε το καθήκον του, ενώ εκ των υστέρων μου εξομολογήθηκε ότι το έπραξε χωρίς να το θέλει. Και τον συγχώρησα πράγματι και ήμεθα από τότε φίλοι, γίναμε πολύ φίλοι. Και μάλιστα φεύγοντας μου είπε: «Θα σε παρακαλέσω, επειδή είμαι μεγάλος στην ηλικία, όταν εγώ φύγω απ’ τον κόσμο αυτό και μείνεις, να με έχεις στην προσευχή σου στο θυσιαστήριο».