Από τις σπηλιές της «Μεσκινιάς»
Από τις σπηλιές της «Μεσκινιάς»

Τη συγκλονιστική ιστορία της μαρτυρικής «Μεσκινιάς», όπως αυτή σώζεται μέσα από τις ερειπωμένες σπηλιές της στις οποίες φιλοξενήθηκαν για 187 χρόνια οι λεπροί της Κρήτης, σχεδιάζει να αναδείξει ο Δήμος Ηρακλείου, ο οποίος  μελετά τι δυνατότητες υπάρχουν στην κατεύθυνση αυτή.

Η αρχαιολόγος κ.  Λιάνα Σταρίδα
Η αρχαιολόγος κ.

Πρόσφατα την περιοχή επισκέφθηκαν ο δήμαρχος Ηρακλείου κ. Β. Λαμπρινός και η αρχαιολόγος Λιάνα Σταρίδα όπου είχαν τη δυνατότητα να δουν από κοντά τον μαρτυρικό πυρήνα της «Μεσκινιάς», τη Σπιναλόγκα του Ηρακλείου, το περίφημο λεπροχώρι, στο οποίο έζησαν σε συνθήκες φρίκης και φτώχειας λεπροί που στερήθηκαν τις στοιχειώδεις ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης. Σε αυτή τη φάση ,αυτό το οποίο μελετάται από την πλευρά του Δήμου, είναι το ιδιοκτησιακό καθεστώς, το οποίο και θα είναι ο μπούσουλας για τα επόμενα βήματα που θα πρέπει να γίνουν για την αξιοποίηση μιας περιοχής που φέρει ένα τόσο βαρύ και σημαντικό ιστορικό αποτύπωμα.

Όπως η ίδια η κ. Λ. Σταρίδα εξηγεί στην «Π», είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι, η ανάγκη αξιοποίησης του μαρτυρικού πυρήνα της «Μεσκινιάς», απορρέει από τους ίδιους τους κατοίκους, οι οποίοι θέλουν να δουν τη σημαντική ιστορία της περιοχής τους να αναδεικνύεται και να προβάλλεται, διότι δεν είναι λίγοι αυτοί που δεν τη γνωρίζουν. Είναι σημαντικό η περιοχή να αναδειχτεί, μέσα σε ένα συνολικό πλαίσιο ανάπλασης και να είναι επισκέψιμη για να προβάλλεται η ιστορία της.

Τι ήταν η Μεσκινιά

Παρά το γεγονός ότι είναι γνώριμη η λέξη «Μεσκινιά» στο Ηράκλειο, δεν είναι λίγοι αυτοί που αγνοούν την ιστορία της. Όπως μας εξηγεί η αρχαιολόγος κ. Λιάνα  Σταρίδα, «η «Μεσκινιά», η συνοικία με τα στενά σοκάκια και τα σπίτια τα χτισμένα στις πλαγιές και στις σπηλιές, φιλοξένησε για 187 χρόνια τους λεπρούς της Κρήτης. Εκατοντάδες άνθρωποι στέγασαν τον πόνο αλλά και τα όνειρά τους σε σπίτια χωμένα μέσα στη γη και έζησαν εκεί μέχρι το 1904, όταν πήραν τον δρόμο για τη Σπιναλόγκα.

Ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο  και τα αναθήματα των λεπρών
Οι σπηλιές στη «Μεσκινιά» μετά την απομάκρυνση των λεπρών μέσα στη δεκαετία του 1950

Η ιστορία της Χρυσοπηγής, όπως λέγεται σήμερα η συνοικία, είναι συνυφασμένη με τον βενετσιάνικο οικισμό του Μαρουλά (από το όνομα της κοιλάδας του Μαρουλά που έφτανε περίπου έως τη σημερινή γέφυρα των Πατελών), με το Λαζαρέτο του Χάνδακα, με τα πολεμικά γεγονότα ιδιαίτερα της τελευταίας περιόδου της πολιορκίας του Χάνδακα και με τη νόσο της λέπρας. Η συνοικία χαρακτηρίζεται από δυο υψώματα, «τα υψώματα του Μαρουλά», κοντά στο εξωτερικό φρούριο του Αγίου Δημήτριου (Ανάληψη σήμερα). Ο οικισμός εγκαταλείφθηκε το 1648, όταν άρχισε η πολιορκία του Χάνδακα. Στην τελευταία φάση της πολιορκίας, από εκεί ξεκίνησαν οι σφοδρές επιθέσεις των Οθωμανών εναντίον της οχύρωσης στην πλευρά του προμαχώνα Sabbionara και της παραλίας.

Στους βενετσιάνικους χάρτες αποτυπώνονται ο οικισμός και το Λαζαρέτο στο ανατολικό τμήμα της πόλης του Ηρακλείου. Τα Λαζαρέτα στα χρόνια της ενετικής κυριαρχίας ήταν ιδρύματα που αποτελούσαν χώρο υποδοχής των ταξιδιωτών κυρίως από την Ανατολή, περιέθαλπαν τους πάσχοντες από λοιμώδεις ασθένειες και φιλοξενούσαν σε συνθήκες απομόνωσης τους λεπρούς χωρίς τις στοιχειώδεις ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης.

Σε πρώτο πλάνο το γήπεδο αντισφαίρισης, πίσω τα εργοστάσια Αλεπουδέλη και στο βάθος το προάστιο της Χρυσοπηγής. Η λήψη της φωτογραφίας έγινε από τον επιπρομαχώνα Zane μπροστά από το ξενοδοχείο “Ατλαντίς” τη δεκαετία του 1940q
Λιάνα Σταρίδα

Στην ενετική Candia αναφέρονται δύο Λαζαρέτα έξω από τα τείχη. Το ένα έξω από τα πύλη του Παντοκράτορα (Χανιώπορτα) και το δεύτερο στο ανατολικό τμήμα της πόλης (Μανδράκι, τώρα Αλικαρνασσός).  Μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Οθωμανούς, ατόνησε η απομόνωση στα Λαζαρέτα, με αποτέλεσμα οι λεπροί,  φρικτά ανθρώπινα κατάλοιπα μιας σκληρής μοίρας, να κυκλοφορούν ζητιανεύοντας ανάμεσα στους κατοίκους της πόλης εφοδιασμένοι με ένα κουδούνι που χτυπούσε στο πέρασμά τους.

Η «Μεσκινιά», ο συνοικισμός των λεπρών, δημιουργήθηκε μετά το 1717 στο προάστιο του Μαρουλά το οποίο εμφανίζεται στους χάρτες στην ευρύτερη περιοχή της Τρυπητής, που ονομαζόταν Γκιολλούκ (Βάλτος) με αμμώδες και βαλτώδες έδαφος (σημερινός Πόρος).

Το 1717 μεταφέρθηκαν οι λεπροί του Χάνδακα, όλων των αστικών κέντρων της Κρήτης και κάθε επαρχίας στις σπηλιές των υψωμάτων του Μαρουλά.  Όπως γράφει ο Στέφανος Ξανθουδίδης στο «Χάνδαξ – Ηράκλειο» που εκδόθηκε το 1927, ο Τούρκος Γενικός Διοικητής του νησιού Μεχμέτ Πασάς έδωσε εντολή στον καδή και στον αγά των γενίτσαρων να αναζητήσουν και να συγκεντρώσουν τους λεπρούς της πόλης και να βρουν κατάλληλο χώρο εκτός της πόλης για να τους εγκαταστήσουν».

Πώς διαμορφώθηκαν οι σπηλιές της «Μεσκινιάς»;

Ένα ενδιαφέρον ερώτημα είναι πώς διαμορφώθηκαν οι σπηλιές της «Μεσκινιάς» για το οποίο η απάντηση είναι ασαφής. Όπως εξηγεί η κ. Σταρίδα, «για τις σπηλιές της Μεσκινιάς δεν έχουμε σαφή στοιχεία. Θα μπορούσε να ήταν φυσικές σπηλαιώσεις μέσα στην αργιλώδη μάργα που διευρύνθηκαν και διαμορφώθηκαν από τους λεπρούς για να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες. Ωστόσο, σύμφωνα με τουρκικά έγγραφα, οι σπηλιές λαξεύτηκαν την περίοδο της πολιορκίας του Χάνδακα από τους Τούρκους στρατιώτες για να χρησιμοποιηθούν ως καταλύματα, ενώ μια τρίτη εκδοχή, που αγγίζει τα όρια του θρύλου, οι σπηλιές του Μαρουλά λαξεύτηκαν από τους στρατιώτες του Νικ. Φωκά κατά την πολιορκία του αραβικού Χάνδακα».

Οι σπηλιές της «Μεσκινιάς» σήμερα
Η εικόνα που έχουν οι σπηλιές της «Μεσκινιάς» σήμερα

Η ζωή στη «Μεσκινιά». Στο λεπροχώρι…

Ο αριθμός των λεπρών που εγκαταστάθηκαν αρχικά εκεί δεν μας είναι γνωστός, σύμφωνα με την αρχαιολόγο Λ. Σταρίδα, η οποία εξηγεί ότι «σε τουρκικό έγγραφο διαβάζουμε ότι ο αριθμός των μαγαράδων (όπως ονομάζονταν οι σπηλιές) ανερχόταν σε 165. Ίσως την περίοδο που άρχισε να δημιουργείται το λεπροχώρι να ζούσαν και κάποιοι άλλοι απόκληροι εκεί, αφού με το όνομα «Μεσκινιά» με το οποίο μετονομάσθηκε ο Μαρουλάς από το «Μισκιν» που στα τουρκικά σημαίνει λεπρός, είχε και την έννοια του φτωχού, του άθλιου, του εγκαταλελειμμένου.

Για 187 χρόνια, από τα 1717 έως  το 1904 που οι λεπροί μεταφέρθηκαν στη Σπιναλόγκα, το κολαστήριο της «Μεσκινιάς» έπρεπε να πάρει τη μορφή μιας συγκροτημένης κοινωνίας για να καλύπτονται οι στοιχειώδεις συνθήκες διαβίωσης.  Στο κέντρο του οικισμού τους, έχτισαν την εκκλησία της Παναγίας της Χρυσοπηγής μέσα σε σπηλιά, στη θέση όπου σήμερα βρίσκεται ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής. Καθημερινά κατευθύνονταν προς το Μεγάλο Κάστρο και στριμώχνονταν στην Πύλη του Αγίου Γεωργίου (Λαζαρέτου) για να ζητήσουν ελεημοσύνη. Όσα χρήματα τούς περίσσευαν τα διέθεταν για να φτιάξουν την εκκλησία τους, όπου μέχρι και σήμερα υπάρχουν ασημένια δισκοπότηρα, ευαγγέλια και διάφορα αναθήματα της εποχής.

Αρκετοί ήταν εξαθλιωμένοι και είχαν εγκαταλειφθεί τελείως. Το «ενδιαφέρον» των οθωμανικών αρχών για την απομόνωση των λεπρών συμβάδιζε με τη μεγάλη διάδοση της λέπρας στην Κρήτη τον 18ο και τον 19ο αι. όπως, άλλωστε, πιστοποιούν οι πυκνές αναφορές των περιηγητών.

Η εικόνα που έχουν οι σπηλιές της «Μεσκινιάς» σήμερα
Ο χαζινές (βρύση) της «Μεσκινιάς» κατασκευάστηκε το 1890 μετά από επίμονες προσπάθειες των λεπρών. Υπάρχει μέχρι και σήμερα στη Χρυσοπηγή

Συγκλονιστικές καταγραφές περιηγητών

Ένας ανώνυμος περιηγητής με τα στοιχεία A. B. D.,  πολυταξιδεμένος έμπορος και ναυτικός έφτασε στη Κρήτη από την Κωνσταντινούπολη στα 1754 και: «Βρήκε τον λαό εξουθενωμένο από τη τυραννία και τη φτώχεια. Πρόσεξε τη μεγάλη διάδοση της λέπρας στο νησί.

Οι άρρωστοι ήταν εγκατεστημένοι κατά αποικίες, δύο λεύγες έξω από τις πόλεις, σε μικρές καλύβες με καλαμοσκεπή και λασπόχωμα. Ήταν πολυάριθμοι και αποζούσαν από τη καλλιέργεια μικρών χωραφιών γύρω από τις καλύβες και την ελεημοσύνη των περαστικών. Η όψη τους ήταν τρομακτική. Όλο το σώμα τους σκεπάζεται από μια φρικτή κρούστα. Παντρεύονται μεταξύ τους.»

Ένας άλλος περιηγητής, ο Claude Savary ήλθε στην Κρήτη το 1797 μετά από περιοδεία στις Κυκλάδες. Είδε τις θλιβερές αποικίες των λεπρών πλάι στους δημόσιους δρόμους και περιέγραψε το φρικτό θέαμα:  «Η φρικτή αυτή αρρώστια μόνο την ελληνική φτωχολογιά σημαδεύει. Κι αυτό επειδή η λέπρα προσβάλλει όσους τηρούν τις σαρακοστές και τρέφονται μόνο με παστόψαρα, ελιές, τυρί και πίνουν παλιόκρασα.

Αυτή η δίαιτα προκαλεί φλεγμονή στο αίμα και οδηγεί στη λέπρα. Απόδειξη ότι η λέπρα δεν εμφανίζεται διόλου στους πλούσιους Οθωμανούς που τρώνε όλο το χρόνο κρέατα, ρύζι, λαχανικά. Το ίδιο αναφέρει για τους Γάλλους, ούτε έπαθε κανείς τους λέπρα μέσα στα 100 χρόνια που ζούσαν στη Κρήτη».

Χρήσιμες για τη «Μεσκινιά» του Ηρακλείου είναι και οι πληροφορίες που συγκρατεί από την περιήγησή του ο γιατρός Δημήτριος  – Αλέξανδρος Ζαμπάκος ή Zambaco Pacha, που επισκέφθηκε την Κρήτη την άνοιξη του 1888. Στο βιβλίο του Voyages Chez les Lepreux ερευνώντας για την λέπρα γράφει: «… Η «Μεσκινιά» [του Ηρακλείου] είναι χτισμένη σε ένα ύψωμα απ’ όπου απολαμβάνει κανείς μια θαυμάσια θέα. Αυτό το χωριό, το οποίο έχει κτιστεί από τους λεπρούς και ανήκει σ’ αυτούς, βρίσκεται σε απόσταση ενός τετάρτου της ώρας από το Ηράκλειο, με γαϊδουράκι. Τα περίπου 120 σπίτια του, τα περισσότερα χτισμένα με πέτρες, στεγάζουν σήμερα 130 λεπρούς, σύμφωνα με την δήλωση του ιερέα τους. Η τοπική διοίκηση χορηγεί στον καθέναν απ’ αυτούς ένα καρβέλι ψωμί την ημέρα, που ζυγίζει περίπου 1200 γραμμάρια.

Μερικοί απ’ αυτούς έχουν στην κατοχή τους κάποιο σπιτάκι ή κτήματα στον τόπο της καταγωγής τους, απ’ όπου εξασφαλίζουν ένα μικρό εισόδημα. Κατ’ εξαίρεση, υπάρχουν τρεις ή τέσσερις οικογένειες στο Λεπροχώρι που έχουν χτίσει εκεί ωραίες μικρές επαύλεις. Όμως, αυτοί που στερούνται τα προς το ζην – και που είναι οι περισσότεροι – ζουν από την επαιτεία».

Μετά την επίσκεψή του στο νησί ο καθηγητής γεωλογίας και βοτανολογίας Βίκτωρ Ρολέν έγραψε τα εξής: «Τους απαγορεύεται να κάνουν εμπόριο, ακόμη και να πωλούν τα αβγά των πουλερικών τους από φόβο μη μεταδοθεί η ασθένεια. Είναι υποχρεωμένοι να ζουν απ’ ό,τι παράγουν από τα κηπούλια τους και από ελεημοσύνες».

Ο ίδιος σημείωνε ότι αν και το 1838 σε όλη την Κρήτη ζούσαν περίπου 300-400 λεπροί, δύο δεκαετίες μετά είχαν αυξηθεί σημαντικά και απέδιδε την εξάπλωση στο γεγονός ότι είχαν το δικαίωμα να παντρευτούν μεταξύ τους.

Ο χαζινές (βρύση) της «Μεσκινιάς»  κατασκευάστηκε το 1890 μετά από επίμονες προσπάθειες των λεπρών. Υπάρχει μέχρι και σήμερα στη Χρυσοπηγή
Σε πρώτο πλάνο το γήπεδο αντισφαίρισης, πίσω τα εργοστάσια Αλεπουδέλη και στο βάθος το προάστιο της Χρυσοπηγής. Η λήψη της φωτογραφίας έγινε από τον επιπρομαχώνα Zane μπροστά από το ξενοδοχείο “Ατλαντίς” τη δεκαετία του 1940

Πώς φτιάχτηκε ο χαζινές (βρύση)

Από το 1852 και μετά, πολλοί λεπροί άρχισαν να φέρνουν μαζί τις οικογένειες τους. Την ίδια χρονιά, όταν διοικητής του Μεγάλου Κάστρου ήταν ο Βελιουδίν πασάς, ξεκίνησε η διανομή μιας οκάς ψωμιού την ημέρα σε κάθε άρρωστο.

Με την πάροδο του χρόνου, η «Μεσκινιά» έγινε ένας μεικτός χώρος κατοικίας λεπρών και υγιών ανθρώπων που είχε τον μπακάλη, τον τσαγκάρη, τον φούρναρη, τον πρακτικό γιατρό. Νερό δεν υπήρχε και οι κάτοικοι υδρεύονταν από πηγάδια. Σε χρονιές ανομβρίας, οι ιδιοκτήτες των πηγαδιών δεν επέτρεπαν στους λεπρούς να πάρουν νερό. Μετά από επίμονες προσπάθειες των λεπρών, το 1890 κατασκευάστηκε από τον Αβδούλ Κερίμ Πασά ένας χαζινές (τουρκόβρυση), που υπάρχει μέχρι και σήμερα στην Χρυσοπηγή.

Πάνω από τους κρουνούς υπάρχει εντοιχισμένη μαρμάρινη επιγραφή που αναφέρει: «Η βρύση αυτή χτίστηκε την εποχή που ήταν μουτεσερίφης (υποδιοικητής) της Κάνδιας ο εξοχότατος Φερείκης (αντιστράτηγος) Αβδούλ Κερίμ Πασάς και είναι μία από τις αγαθοεργίες του Δήμου Ηρακλείου. 1890».

Οι σπηλιές στη «Μεσκινιά» μετά την απομάκρυνση των λεπρών μέσα στη δεκαετία του 1950
Οι σπηλιές της «Μεσκινιάς» σήμερα

Μετά την απομάκρυνση των λεπρών

Σύμφωνα με την κ. Σταρίδα, «Το 1904, μετά τη μεταφορά των λεπρών στη Σπιναλόγκα, οι μαγαράδες της «Μεσκινιάς» συνέχισαν να κατοικούνται από φτωχικές οικογένειες και τρωγλοδύτες, χριστιανούς και οθωμανούς, μέχρι τη Μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924, που έφυγαν οι Τούρκοι και τη θέση τους πήραν Έλληνες πρόσφυγες. Ένα χρόνο μετά την εγκατάσταση των προσφύγων, πρόβαλλε το ζήτημα της αλλαγής του ονόματος από «Μεσκινιά» σε Χρυσοπηγή.

Σήμερα η Χρυσοπηγή έχει αλλάξει όψη ριζικά. Σύγχρονα σπίτια, μαγαζιά, ύδρευση, φωτισμός, τίποτα με δυο λόγια δεν έχει μείνει  που να θυμίζει τις άδοξες εποχές, εκτός από τις σπηλιές, πολλές από τις οποίες είναι ορατές από την οδό Μαραθωνομάχων,  ενώ άλλες, οι περισσότερες, έχουν ενσωματωθεί στα υπόγεια των σύγχρονων οικοδομών.

Η αμφιθεατρική διαμόρφωση του εδάφους διατηρείται αναλλοίωτη, ενώ κάποια δημοτική αρχή κάποτε προσπάθησε να διατηρήσει και να αναδείξει με κουρασάνι και άτσαλα τοποθετημένες πέτρες, τους αγωγούς και τις γούρνες συλλογής νερού για τις ανάγκες των λεπρών. Εκείνοι που το έφτιαξαν, παρά τις ατέλειες και τις κακοτεχνίες είναι άξιοι συγχαρητηρίων».