Τα… ρέστα της επιδιώκει να κερδίσει η τοπική αγορά, το τελευταίο πρακτικά δεκαπενθήμερο των θερινών εκπτώσεων που αρχίζει από σήμερα.
Κι αυτό γιατί, μπορεί θεωρητικά, έστω και για τελευταία φορά οι εκπτώσεις να παρατείνονται μέσω του θεσμού των ενδιάμεσων εκπτώσεων έως και το μέσο Σεπτεμβρίου, ωστόσο ο Σεπτέμβριος είναι ένας μήνας ο οποίος παραδοσιακά έχει συγκεκριμένα πάγια έξοδα και δεν ευνοεί, παρά πολύ συγκεκριμένες, ανελαστικές, καταναλώσεις.
Μέχρι στιγμής, η αγορά κινήθηκε με μια σχετική ικανοποίηση, αλλά όχι με τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Την μερίδα του λέοντος, δεδομένων των συνθηκών, κέρδισαν τα καταστήματα ένδυσης και υπόδησης, τα οποία είχαν συσχέτιση με κοινωνικές εκδηλώσεις, γάμους και βαπτίσεις. Ειδικότερα τον Ιούνιο και ως τα μέσα του Ιουλίου, η κίνηση ήταν αρκετά αυξημένη στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις, που πάσχιζαν να καλύψουν τα κενά των δύο τελευταίων κακών σεζόν.
Από τα μέσα Ιουλίου κι έπειτα ωστόσο, η κίνηση άρχισε να πέφτει δραματικά, αφού οι υποχρεώσεις ήταν πάρα πολλές, ενώ υπήρξε κι ένας τεράστιος αριθμός μολύνσεων με κοροναϊό (πολλές από τις οποίες δεν δηλώθηκαν καν) που κράτησαν αρκετούς καταναλωτές εκτός κοινωνικής ζωής και κατά συνέπεια, εκτός κατανάλωσης. Την ίδια στιγμή, οι κοινωνικές εκδηλώσεις, οι οποίες ήταν εκείνες που ενίσχυσαν αρχικά την κατανάλωση για τα αναγκαία ρούχα, παπούτσια και αξεσουάρ, ήταν εκείνες που λειτουργήσαν και σε βάρος της από ένα σημείο κι έπειτα. Ο πολύ μεγάλος αριθμός υποχρεώσεων που είχαν οι καταναλωτές, είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί σοβαρά η ρευστότητά τους, που με δεδομένες τις πληρωμές σε λογαριασμούς, ΕΝΦΙΑ και εφορία, δημιούργησαν ένα εκρηκτικό μίγμα.
Εκτός αυτού, του «ελαστικού» οικονομικά στοιχείου ωστόσο, πολύ αρνητικά στην κατανάλωση επέδρασε και το γενικευμένο κύμα ακρίβειας στα προϊόντα πρώτης ανάγκης και στα είδη τροφίμων και καθαριστικών, τα οποία σημείωσαν τρομακτικές αυξήσεις. Έτσι, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα το κόστος διαβίωσης αυξήθηκε κατά τουλάχιστον 10 – 20 %, ενώ οι τιμές στα καύσιμα μπορεί να μειώθηκαν, ωστόσο με το να παραμένουν σταθερά πάνω από τα 2 ευρώ ανά λίτρο δεν βοηθούν ούτε τις καταναλώσεις ούτε τις μετακινήσεις.
Κι όλα αυτά συμβαίνουν ενώ ακόμα δεν έχουν έρθει οι λεγόμενες «δύσκολες ημέρες» του φθινοπώρου και του χειμώνα, που εκτιμάται ότι θα επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο τα νοικοκυριά. Οι καταναλωτές ήδη δυσκολεύονται στη μεγάλη πλειοψηφία τους να καλύψουν τις μηνιαίες υποχρεώσεις τους κάνοντας τρομερή οικονομία.
Από τον χειμώνα που θα αρχίσουν να υπάρχουν απαιτήσεις σε μετακινήσεις, κυρίως λόγω δραστηριότητων παιδιών κι εργασίας, αλλά και θα αυξηθούν μοιραία οι ανάγκες σε θέρμανση, γεννιούνται πολλά ερωτηματικά σε σχέση με το πώς θα μπορέσουν να ανταπεξέλθουν.
Η κυβέρνηση παρ’ όλα αυτά δηλώνει πως θα βρίσκεται δίπλα στους πολίτες και συνεχίζει να απαντά με επιδόματα στις πρωτοφανείς καταστάσεις που αντιμετωπίζει στο σύνολο της η κοινωνία.