«Ο Τέιλορ είδε με διεισδυτική, αμερόληπτη, αποστασιοποιημένη ματιά όσα κρύβουμε κάτω από το χαλί». Το παραπάνω αναφέρει η κ. Γεωργία Καρβουνάκη σε συνέντευξή της στην «Π» για το βιβλίο του Αμερικανού συγγραφέα Bayard Taylor «Ταξίδια 1857-1858, Ελλάδα Ρωσία και τουρκοκρατούμενη Κρήτη» που κυκλοφορεί σε μετάφραση και επιμέλεια της ίδιας.
Πολυσχιδής ως προσωπικότητα, ο Αμερικανός Μπέιαρντ Τέιλορ ξεκίνησε από μια φάρμα και έγινε «επαγγελματίας ταξιδιώτης», δημοσιογράφος, συγγραφέας, ποιητής, ζωγράφος. Ρομαντικός που πατούσε γερά στη γη, θαύμαζε την αρχαία Ελλάδα αλλά ζούσε στη σύγχρονή του εποχή, με γνώση και άποψη για τα πάντα.
Συνδυάζοντας δουλειά και γαμήλιο ταξίδι, επισκέφθηκε την Ελλάδα του Όθωνα, την οθωμανοκρατούμενη Κρήτη και κατέληξε στη Ρωσία των Ρομανόφ.
Πώς είδε ο περιηγητής το νεαρό ελληνικό βασίλειο; Οι περιγραφές του για την Ελλάδα, μόλις τριάντα πέντε χρόνια μετά την Επανάσταση, είναι καθηλωτικές.
Από το οξύ βλέμμα του δεν ξεφεύγει καμία πτυχή της κοινωνίας, της πολιτικής, της οικονομίας. Ο συγγραφέας έχει άποψη και δεν διστάζει να την εκφράσει, κάποτε με τρόπο δυσάρεστο αλλά πάντα με γλαφυρές, λεπτομερείς περιγραφές.
Η Γεωργία Καρβουνάκη γεννήθηκε και κατοικεί στο Ηράκλειο. Σπούδασε στη Σχολή Ξεναγών Κρήτης, παρακολούθησε τα σεμινάρια διόρθωσης και επιμέλειας κειμένου του Ιανού, έχει πτυχίο Ελληνικού Πολιτισμού από το Ε.Α.Π. και είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στη Δημιουργική Γραφή. Ασχολείται με την επιμέλεια κειμένων και την αρθρογραφία. Έχει συμμετάσχει με βραβευμένα διηγήματά της σε συλλογικές εκδόσεις.
Το κείμενο της συνέντευξης έχει ως εξής:
Μία πρώτη ερώτηση είναι τι είδε ένας Αμερικανός στην Κρήτη εκείνη την εποχή;
«Ο δικός μας Αμερικανός, ο πολυταξιδεμένος συγγραφέας Bayard Taylor, έφτασε με πλοίο από τον Πειραιά στα Χανιά, μέσω Σύρου. Η πρώτη του εντύπωση ήταν ότι βρέθηκε σε ένα “συριακό’ λιμάνι:
“Τα πάντα έχουν μια ξεθωριασμένη απόχρωση παλαιότητας, νωθρότητας και απόστασης από την πρόοδο”, λέει.
Αν συμπυκνώναμε τις εντυπώσεις του σε δεκαπέντε λέξεις, τέσσερις από αυτές θα ήταν «απόσταση από την πρόοδο». Ήταν το μεγάλο αγκάθι της Κρήτης του 1858, αλλά και της Ελλάδας, που από πλευράς υποδομών βρισκόταν ακόμη στο μηδέν. Πέρα από τα λαμπρά κτήρια που οικοδομήθηκαν για να δώσουν αίγλη στην πρωτεύουσα και το παλάτι, δεν υπήρχαν δρόμοι, γεφύρια, βιοτεχνία, βιομηχανία, τεχνολογία, μεταποίηση, εκμετάλλευση φυσικών πόρων. Οι καλλιέργειες γίνονταν ανοργάνωτα, χωρίς λίπανση, με “προκατακλυσμιαία άροτρα”.
Λόγω έλλειψης δρόμων, ο Τέιλορ δεν κατάφερε να πάει στα Σφακιά, όπου θεωρούσε ότι επιβίωνε πληθυσμός που μιλούσε την αρχαία κρητοδωρική διάλεκτο. Πέρα από Χανιά, Ρέθυμνο και Ηράκλειο, πήγε σε όσα χωριά μπόρεσε. Αναφέρεται σε Κνωσό, Γόρτυνα, Λαβύρινθο, Αξό, Γιούχτα, Στρούμπουλα, Αστυράκι, Γαράζο -λέει ότι είναι φημισμένο για την ομορφιά των γυναικών του- κ.ά, καθώς και στον σεισμό των 7,7 ρίχτερ του 1856, στο Ηράκλειο.
Μίλησε με Κρητικούς, Οθωμανούς, ξένους και καταγράφει τα πάντα: “ο Άγγλος προξενικός πράκτορας, ένας Έλληνας των Ιονίων, […] εξηγεί στον κυβερνήτη πώς να κλέψει στην πώληση του λαδιού”, γιατροσόφια για καταπολέμηση ασθενειών των αμπελιών, διαβίωση στα χωριατόσπιτα, τα μοναστήρια, την αρχιεπισκοπική κατοικία. Διοίκηση, πολιτική, σχέση πολίτη – κράτους, όπως τη μαρτυρεί ο Τέιλορ, με άφησαν άφωνη για λόγους που θα καταλάβει ο κάθε αναγνώστης.
Μαθαίνουμε κάτι για το νησί που δεν μας το λένε οι ιστορικοί;
«Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τα πάντα, αλλά η Ιστορία συνήθως δεν ασχολείται με καθημερινούς ανθρώπους και τις μικρές ζωές τους. Ο Τέιλορ είδε με διεισδυτική, αμερόληπτη, αποστασιοποιημένη ματιά όσα κρύβουμε κάτω από το χαλί. Απέναντι στον έντιμο Σφακιανό καπετάνιο, τον φωτισμένο Αρχιεπίσκοπο Κρήτης, τον γαλλοτραφή Οθωμανό διοικητή, υπήρξαν άλλοι, Κρητικοί, ξένοι, λαϊκοί, κληρικοί, που φάνηκαν αναξιόπιστοι, δεισιδαίμονες, τεμπέληδες, φιλάργυροι, τυχοδιώκτες, θρησκόληπτοι, απατεώνες, αρχαιοκάπηλοι, ισχυρογνώμονες. Με αυτούς δεν φαντάζομαι να έχει ασχοληθεί καμιά Ιστορία.
Λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικό πλαίσιο της εποχής, όλα αυτά σχετίζονται άμεσα με την κατάσταση μιας Ελλάδας που πολύ απέχει από τη σημερινή σε έκταση, πολίτευμα, οικονομία, σύνθεση πληθυσμού. Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα, Κυκλάδες και Σποράδες αποτελούσαν το ανεξάρτητο κράτος.
Τα Επτάνησα ήταν υπό αγγλική διοίκηση από το 1815. Η Κρήτη είχε περάσει το 1840 από την αιγυπτιοκρατία στην οθωμανοκρατία, με απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων, που για δικούς τους λόγους συντήρησαν το «Κρητικό Ζήτημα. Τίποτα δεν ευνοούσε την ανάπτυξη, με ανθρώπους που παρέμεναν φτωχοί, αμόρφωτοι, υποταγμένοι σε αφέντες και δοξασίες»
Γιατί απογοητεύτηκε ο ίδιος;
«Δεν εκφράζει ακριβώς απογοήτευση. Νομίζω ότι η παράθεση στοιχείων δυσμενών για την εικόνα της Ελλάδας απογοητεύει εμάς. Εκείνος ήταν ένας ρομαντικός ποιητής και φιλέλληνας, λόγιος, ευφυής αλλά και άνθρωπος με ακλόνητη λογική, που είδε με όρους τεχνοκρατικούς την κατάσταση. Μάλιστα, συγκρίνει την Ελλάδα με τη Νορβηγία, “έθνη ίδιας σχεδόν ηλικίας, πληθυσμού και πόρων, αλλά κατοικημένα από φυλές πολύ διαφορετικού χαρακτήρα”.
“Η Νορβηγία, με λιγότερα έσοδα και μεγαλύτερο πληθυσμό, στηρίζει δρόμους, σχολεία, κολέγια, ατμοπλοϊκές γραμμές, στρατό, ναυτικό, αστυνομία και κρατιέται μακριά από το χρέος…”.
Την παράλληλη εξέλιξη των δυο χωρών τη γνωρίζουμε πια· δυστυχώς, δικαιώνεται ο περιηγητής. Σύμφωνα με το World Happiness Report, στο οποίο προσμετρώνται έξι παράγοντες (κατά κεφαλήν ΑΕΠ, επίπεδο κοινωνικής υποστήριξης, προσδόκιμο υγιούς ζωής, ελευθερία δράσεων, γενναιοδωρία και αντιλήψεις για τη διαφθορά), η Νορβηγία βρίσκεται στην 8η θέση και η Ελλάδα στην 58η, ανάμεσα σε 146 χώρες.
Αν πραγματικά τον απογοήτευσε κάτι, πάντως, αυτό θα ήταν η προαναφερθείσα «απόσταση από την πρόοδο”».
Είχε… προβλέψει τον ΒΟΑΚ;
«Υπήρξα ιδρυτικό μέλος και γραμματέας του Συλλόγου Πρόληψης τροχαίων Ατυχημάτων (Ε.ΣΥ.ΠΡΟ.Τ.Α.), λόγω της ευαισθησίας μου απέναντι στο ζήτημα. Η βελτίωση του οδικού δικτύου υπήρξε κύριο αίτημα προς κάθε κυβέρνηση, αλλά δεν ικανοποιήθηκε ποτέ πλήρως.
Για μένα, λοιπόν, είναι συγκλονιστική η αποκάλυψη ότι ένας πρώιμος ΒΟΑΚ, που ένωνε τα Χανιά με το Ηράκλειο, σχεδιάζεται τότε από την οθωμανική διοίκηση, χωρίς ποτέ να ολοκληρωθεί μέχρι σήμερα. Οι εργασίες κατασκευής βρίσκονταν σε εξέλιξη το 1858, με επιβλέποντα τον Άγγλο μηχανικό Γούντγουορντ.
«Πιάσαμε τον καινούργιο δρόμο, τον οποίο με ακρίβεια μας είχε περιγράψει ο Βελή πασάς. Ήταν μια φαρδιά και μεγάλη αγγλική λεωφόρος, πολύ καλύτερη από αυτή που απαιτούσαν οι ανάγκες του νησιού. Διακόσιοι ή τριακόσιοι άντρες δούλευαν, τραβώντας τις σπασμένες πέτρες με καρότσια…”.
Ο δρόμος για τον οποίο έχει χυθεί τόσο μελάνι όσο είναι και το αίμα των νεκρών στην κρητική άσφαλτο βρίσκεται στα χαρτιά για τουλάχιστον 165 χρόνια. Σίγουρα κατέχουμε το ρεκόρ αναποτελεσματικότητας στον πολιτισμένο κόσμο, όπου θεωρούμε ότι ανήκουμε.
Η Κρήτη εξακολουθεί να υστερεί σημαντικά σε οδικό δίκτυο έναντι των ευρωπαϊκών περιφερειών, συμπεριλαμβανομένων των ελληνικών, παρά την τεράστια συμμετοχή της στο εθνικό εισόδημα λόγω τουρισμού και πρωτογενούς παραγωγής. Ποιος ευθύνεται; Ο Τέιλορ απαντά στο κομμάτι που αφορά στην εποχή του. Σε ό,τι αφορά το 2022, ας απαντήσουν οι αν-αρμόδιοι και ο καθένας από εμάς. Όλοι ξέρουμε».
Γιατί αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τον Μπέιαρντ Τέιλορ;
«Η μετάφραση αυτή είναι αποτέλεσμα συμπτώσεων. Εν καιρώ πανδημίας έλαβα ένα ηλεκτρονικό αρχείο από τον Κωνσταντίνο, τον γιο μου, που ενδιαφέρεται (και) για την Ιστορία· ψάχνει, βρίσκει, μοιράζεται μαζί μου διάφορα.
Το ίδιο συνέβη με το βιβλίο Travels In Greece And Russia With An Excursion To Crete, του Bayard Taylor, που εκδόθηκε το 1859 στη Νέα Υόρκη. Κατάφερα και απέκτησα αυτή την πρώτη έκδοση. Με πληροφόρησαν ότι το αντίτυπό μου ανήκε σε μια κυρία, νοσοκόμα στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Συγκινήθηκα ακόμη περισσότερο, αναλογιζόμενη τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διάβαζε το βιβλίο εκείνη η πρώτη αναγνώστρια.Με προσέλκυσε, επίσης, το ενδιαφέρον βιογραφικό του Τέιλορ. Υπήρξε άγνωστος στην Ελλάδα, αλλά πολύ γνωστή προσωπικότητα της εποχής του και πολυπράγμων: ομιλητής, μυθιστοριογράφος, ποιητής, μεταφραστής, σκιτσογράφος, ταξιδιωτικός συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας, διπλωμάτης. Ήρθε γαμήλιο ταξίδι στην Ελλάδα θέλοντας να τη γνωρίσει και να γράψει ένα βιβλίο, αυτό που σήμερα αποτελεί πρωτογενή πηγή πληροφοριών.
Η μετεπαναστατική Ελλάδα παρουσίαζε ενδιαφέρον για τον αναγνώστη του δυτικού κόσμου ενώ προσπαθούσε να βρει τον βηματισμό της σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον εξίσου ασταθές, σε έναν χάρτη με ρευστά σύνορα, με τις Μεγάλες Δυνάμεις να εναλλάσσονται στο ελληνικό προσκήνιο και να μάχονται στο παρασκήνιο, με εύθραυστες συμμαχίες, ζυμώσεις και φιλίες με ύποπτα κίνητρα.
Αγάπησα το βιβλίο τόσο που η γραπτή μετάφραση ήρθε αυτόματα. Άνοιξε ένα παράθυρο και μπήκε φως που διέλυσε πολλά σκοτεινά σημεία. Υπήρξαν στιγμές που νόμιζα ότι ακούω μια γιαγιά ή έναν παππού που ποτέ δεν γνώρισα να μου διηγείται παραμύθι. Ήταν μια σύνδεση με το δικό μου παρελθόν. Αναρωτήθηκα μήπως κάποιοι από τους ανθρώπους που “συνάντησα“ στις σελίδες ήταν μακρινοί μου πρόγονοι.
Η μετάφραση έδωσε νόημα στον αναγκαστικό εγκλεισμό. Τελείωσε λίγο αφότου ξεκίνησα το μεταπτυχιακό στη Δημιουργική Γραφή· την ξέχασα μετά λόγω φόρτου εργασίας. Τον επόμενο χρόνο, στο Φεστιβάλ Βιβλίου του Ζαππείου, τυχαία συνάντησα τα “24γράμματα“ και φέτος, συγχρόνως με το πτυχίο μου, εκδόθηκε και το βιβλίο».
Τι άλλο να περιμένουμε από εσάς;
«Ό,τι συνέβη μέχρι τώρα σε κάθε πεδίο της ζωής μου ήταν εκτός του αρχικού προγράμματος, οπότε αφήνω την κάθε μέρα να φέρει μια νέα ευκαιρία που, λόγω ηλικίας, θα τη δω με περισσότερη προσοχή και σοφία και, όπως συνέβη με αυτό το βιβλίο, δεν θ’ αφήσω να χαθεί. Προς το παρόν με έχει συνεπάρει η επιμέλεια κειμένων άλλων συγγραφέων. Υπάρχουν και κάποια κείμενα, δικά μου και μεταφρασμένα, που ίσως κάποτε να βρουν κι αυτά τον δρόμο τους.
Ευχαριστώ πολύ την εφημερίδα “Πατρίς”, από την οποία έμαθα να διαβάζω πριν ακόμη πάω στο σχολείο, όταν ο πατέρας μου ήταν συνδρομητής και την έφερνε στο σπίτι κάθε πρωί ο ταχυδρόμος του χωριού.
Εύχομαι υγεία και ευημερία σε όλο τον κόσμο. Καλή χρονιά!».