Η ονοματοδοσία της λεωφόρου «Κωνσταντίνου Μητσοτάκη» στο Μαλεβίζι.

Δεν εντυπωσίασε, αλλά παρ’ όλα αυτά δημιούργησε κλίμα η επίσκεψη Μητσοτάκη στην Κρήτη, που κορυφώθηκε με την ονοματοδοσία της λεωφόρου «Κωνσταντίνου Μητσοτάκη» στο Μαλεβίζι.

Κοινή αίσθηση των περισσότερων μετά την ολοκλήρωση της περιοδείας ήταν πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είπε κάτι το οποίο δεν είχε από πριν ειπωθεί. Αν κάποιος ήθελε να σταθεί σε ορισμένα βασικά σημεία αναφορικά με την Κρήτη, αυτά σχετίζονταν κυρίως με τα μεγάλα έργα.

Ειδικότερα για το αεροδρόμιο Καστελλίου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπεραμύνθηκε της επένδυσης, ενώ ήταν εμφατικός και μάλλον πειστικός ως προς την κατασκευή του, σε αντίθεση με άλλα θέματα, στα οποία φάνηκε ότι μάλλον δεν διέθετε επαρκείς γνώσεις. Στην περίπτωση της λειψυδρίας για παράδειγμα, για την οποία διοργανώθηκε ημερίδα στο Λασίθι, ο πρόεδρος φάνηκε να μην γνωρίζει το θέμα σε βάθος και να το προσεγγίζει ακροθιγώς.

Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με το ενεργειακό της Κρήτης, για το οποίο βέβαια παραδέχθηκε και ο ίδιος την έλλειψη βαθιάς γνώσης στο θέμα, αφού υποστήριξε πως περιμένει σχετικές εισηγήσεις από τους συμβούλους του. Για τον βόρειο οδικό άξονα επίσης δεν θέλησε να πει πολλά, πέραν της γενικής πολιτικής στόχευσης για έναν σύγχρονο αυτοκινητόδρομο από το Καστέλλι ως τη Σητεία, πιθανότατα με διόδια.

Ο κ. Μητσοτάκης σε συνέντευξη με τον κ. Ζούλα
Ο κ. Μητσοτάκης στη χθεσινή συνέντευξη με τον κ. Ζούλα

Πέραν αυτού, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε σαφές ότι τάσσεται υπέρ του έργου, τονίζοντας παράλληλα πως το θεωρεί το τελευταίο σημαντικό έργο στην Ελλάδα. Διευκρίνισε ωστόσο ότι πριν την υλοποίησή του οφείλει να υπάρξει ένας σοβαρός σχεδιασμός που να προσελκύει τους επενδυτές και να εξασφαλίζει τις χρηματοδοτήσεις.

Σε εθνικό επίπεδο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπονόησε πως περιμένει εκλογές μέσα στον Σεπτέμβριο ή το αργότερο τον Οκτώβριο, αφού το κλίμα που έχει διαμορφωθεί στη βόρεια Ελλάδα είναι τέτοιο που δεν θα μπορέσει καν να προσεγγίσει τη Θεσσαλονίκη για τη Διεθνή Έκθεση ο Αλέξης Τσίπρας. Ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο για τετραπλές κάλπες τον Μάιο, αν και εκτίμησε πως μια τέτοια επιλογή αποτελεί πολιτική αυτοκτονία για τον πρωθυπουργό.

Παρά το γεγονός ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε πάρα πολλά θέματα ήταν σκληρός και καθαρός στις απόψεις του χωρίς υπεκφυγές, δεν προκάλεσε και δεν σήκωσε τους τόνους ούτε μία φορά. Ακόμα και για το θέμα της «παρανόησης» που δημιουργήθηκε αναφορικά με το αν θα αναγορευτεί επίτιμος δημότης ή όχι στο Οροπέδιο, θέλησε να το λύσει φιλικά σε κατ’ ιδίαν συζήτηση.

Η ηρεμία και το στιλ του Κυριάκου Μητσοτάκη άφησαν ανάμεικτα συναισθήματα σε πολλά στελέχη του. Πολλοί ήταν εκείνοι που αναγνώρισαν τον άκρατο πολιτικό επαγγελματισμό του Κυριάκου, αλλά κι έναν οργανωτικό μηχανισμό, ο οποίος ήλεγχε και την παραμικρή λεπτομέρεια. Υπήρξαν μάλιστα και στελέχη που άρχισαν να σκέφτονται την κάθοδό τους ως υποψήφιοι βουλευτές, προκειμένου να βρεθούν υπό την καθοδήγηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Ταυτόχρονα ωστόσο υπήρξαν και οι εσωκομματικές φωνές αντιπαράθεσης, οι οποίες εκφράστηκαν τόσο ήρεμα όσο ήρεμος ήταν γενικότερα ο πρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αρκετοί εκτίμησαν ότι το σενάριο των εκλογών μέσα στον Οκτώβριο είναι απίθανο, γι’ αυτό και η Νέα Δημοκρατία οφείλει άμεσα να επανασχεδιάσει τη στρατηγική της

. Κάποιοι ακόμα εξέφρασαν τον προβληματισμό τους για τους γενικότερους πολιτικούς χειρισμούς της παράταξης, υποστηρίζοντας πως ο ΣΥΡΙΖΑ δημοκοπικά δεν μπορεί να βρίσκεται πολύ χαμηλότερα από τη Νέα Δημοκρατία, αφού δουλεύει με διορισμούς και εξυπηρετήσεις στη λογική δημιουργίας «στρατού», οπότε και πρέπει να αντιμετωπιστεί διαφορετικά.

Υπήρξαν και κάποιοι ακόμα που εξακολουθούν να θεωρούν το στιλ του προέδρου αρκετά ήπιο και να στηρίζουν μια περισσότερο «δεξιά» στροφή του Κυριάκου (ο ίδιος υποστήριξε ότι ανήκει στον χώρο του κέντρου), ταυτόχρονα με μια αναγκαιότητα να σηκωθούν οι τόνοι και να ενταθεί η αντιπαράθεση.

Σε κάθε περίπτωση, το συνολικό πρόσημο της επίσκεψης δεν ήταν αρνητικό, αν και όπως φάνηκε από τον τελικό απολογισμό, δεν υπήρξε το επιπλέον κλικ και η ανάδειξη της ισχυρής πολιτικής φυσιογνωμίας που πολλοί περίμεναν.