Άρθρο

1.Μετά το Σύνταγμα του 1927  για τη δυνατότητα αναθεώρησης  αναθεωρητέων του διατάξεων, για δεύτερη φορά προβλέφτηκε το δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα στο ισχύον Σύνταγμα του 1975 και μάλιστα με την αναθεώρηση του 1986 και για κρίσιμα κοινωνικά ζητήματα,στα οποία δεν περιλαμβάνονται τα δημοσιονομικά.

2.Η δεσμευτικότητα του δημοψηφίσματος προβλέφτηκε με κοινό νόμο (άρθρο  16 παρ. 3 του νόμου 4023/2011), εφ’όσον συμμετάσχει  σ’αυτό το  40% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους εκλογέων.

Το ζήτημα της αναλυτικής ερμηνείας της συνταγματικότητας της διάταξης αυτής εκφεύγει του παρόντος.

Έχουν διατυπωθεί αντικρουόμενες απόψεις σχετικά με το δεσμευτικό ή συμβουλευτικό χαρακτήρα του δημοψηφίσματος.

Κατά τη γνώμη μου, αντλώντας επιχείρημα  και από το χώρο του διοικητικού δικαίου ως προς τον δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας της αιτιολογίας διοικητικής πράξης, που δεν απαιτούσε αιτιολογία, αλλ’  εν τούτοις η διοίκηση, αν και δεν ώφειλε, αιτιολόγησε αυτή, θεωρώ ότι το ζήτημα πρέπει να κριθεί αναλόγως.

Δηλαδή, αφού το δημοψήφισμα είναι προαιρετικό, από την ώρα, που η κυβέρνηση, καίτοι μη υπόχρεως, το αποφάσισε, δεν μπορεί να εννοηθεί ως συμβουλευτικό, και άλλωστε ο τυχόν πολιτικός του χαρακτήρας δεν έχει απαραιτήτως πρακτικό αντίκρισμα, καθιστώντας  έτσι την κορυφαία αυτή διάταξη για τη λαϊκή κυριαρχία κενή περιεχομένου.

Συνεπώς το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος έχει πάντοτε δεσμευτικό χαρακτήρα ασχέτως του ποσοστού συμμετοχής, διότι διαφορετικά, δηλαδή με αναγκαίο ποσοστό συμμετοχής, θα έπρεπε για τον ίδιο λόγο να αποτελούσε κριτήριο και εκλογής κυβέρνησης, καθ’ όσον και οι εκλογές έχουν έμμεσο δημοψηφισματικό χαρακτήρα (βλ.  σχετικά με τις  εθνικές εκλογές   Κωνσταντίνα Μπανιά «Το δημοψήφισμα υπό το ισχύον Σύνταγμα», σελ. 30).

  1. Αν λοιπόν ο λαός κρίνεται ικανός να εκλέξει τουςαντιπροσώπους του στο Κοινοβούλιο, κατά μείζονα λόγο κρίνεται ικανός να αποφασίσει για ένα εθνικό θέμα ως προς ένα ή περισσότερα σαφή ερωτήματα.

Ουδόλως άλλωστε μειονεκτούσε σε δυσκολία ή σοβαρότητα το κριθέν με δημοψήφισμα πολιτειακό ζήτημα το 1974.

Σε αντίθετη περίπτωση, λόγω δυσκολιών κατανόησης των ερωτημάτων και απάντησης σ’αυτά θα έπρεπε να παρείχετο το εκλογικό δικαίωμα βάσει κριτηρίου απολυτηρίων ή πτυχίων, θα μπορούσε να ισχύει το δικαίωμα πολλαπλής ψήφου βάσει αντιστοίχων κριτηρίων ή ακόμα και βάσει περιουσίας, όπως αυτά  τα κριτήρια ίσχυαν  έως και τις αρχές του 20ου αιώνα.

Αποτελεί όμως μεγάλη κατάκτηση του δημοκρατικού πολιτεύματος και της ταυτισμένης με αυτό,  αυτοπεριοριζόμενης με μέτρο, λογική και σύνεση, λαϊκής κυριαρχίας  η απονομή του δικαιώματος ψήφου σε  πλατιά στρώματα του λαού ενός κράτους, όπως στους νέους, στις γυναίκες,στους φτωχούς, στους μετανάστες, στους αγραμμάτους, στους έχοντες σωματικά προβλήματα υπό την ασφαλή εποπτεία της εφορευτικής επιτροπής του εκλογικού καταστήματος και της δικαστικής εξουσίας (και προκειμένου περί δημοψηφίσματος υπό του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου μετά τη διεξαγωγή του).

  1. Εκφράστηκε ως επιχείρημα εναντίον της προσφυγής σε δημοψήφισμα  η άποψη ότι το δημοψήφισμα για έξοδο της Βρετανίας από την Ε.Ε. ήταν λανθασμένη επιλογή της κυβέρνησης, που οδήγησε σε λανθασμένη λαϊκή επιλογή.

Όμως η άποψη αυτή,εκτός του ότι είναι υποκειμενική και μη ειδικά αιτιολογημένη ως προς το τι ήταν ή είναι ορθό για τη Βρετανία, δεν αφαιρεί από το αποτέλεσμα το παραμικρό, αφού στην ίδια τη Βρετανία δεν τέθηκε θέμα από την κυβέρνηση ή την αξιωματική αντιπολίτευση, τόσο πριν, όσο και μετά τη διεξαγωγή του, για προκήρυξη νέου δημοψηφίσματος.

Επίσης, αν το θέμα του γνωστού Brexit, καίτοι απείρως δυσκολότερο  τεχνικά και σε κατανόηση ως προς όλες τις πτυχές του, εν τούτοις τέθηκε ενώπιον της ετυμηγορίας του Βρετανικού λαού, τότε θα αποτελούσε βαρεία προσβολή του ευφυούς  Ελληνικού λαού η μη απεύθυνση σ’αυτόν κρισίμου μεν, αλλ’ όχι δυσκολότερου σε κατανόηση  ζητήματος έναντι του Brexit.

Ανάλογα ισχύουν και για  το δημοψήφισμα το 2005 σε Γαλλία, Ολλανδία, Ισπανία και Λουξεμβούργο προς σύνταξη  του κεφαλαιώδους σημασίας Ευρωπαϊκού Συντάγματος, οδηγώντας στην ακύρωση του σχεδίου του τέως Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας Βαλερί Ζισκάρ Ντ’Εστέν. Ομοίως για το Ευρώ  και τη Συνθήκη του Μάαστριχτ στη Δανία κλπ.

  1. Θεωρώ λοιπόν ότι, μετά από παροχή ικανού χρόνου ενημέρωσης, το ζήτημα της συμφωνίας των Πρεσπών ως προς τη συγκεκριμένη διατύπωση του ονόματος, της υπηκοότητας – ιθαγένειας, γλώσσας και εθνότητας, έπρεπε να τεθεί στην κρίση του Ελληνικού λαού με τη διεξαγωγή δεσμευτικού για το Κοινοβούλιο δημοψηφίσματος.

 

* Ο Στέλιος Βασαλάκης είναι συνταξιούχος  νομικός σύμβουλος  του Νομικού Συμβουλίου  του Κράτους, συνταξιούχος  δικηγόρος παρ’Α.Π.  του Δ.Σ.Η., πτυχιούχος Νομικής και Πολιτικών Επιστημών.