Συνεχίζεται το κύμα των παραιτήσεων έμπειρων γιατρών του ΕΣΥ προκειμένου να εργαστούν στον ιδιωτικό τομέα και να εξασφαλίσουν καλύτερες αμοιβές και συνθήκες εργασίας.
Μετά τον χειρουργό κ. Δελημπαλταδάκη και την αιματολόγο κα Σφυριδάκη, την παραίτησή του έδωσε προχθές και ο διευθυντής της Χειρουργικής Κλινικής του Βενιζελείου κ. Μανούσος Χριστοδουλάκης.
“Γιατί φεύγω”
Ο ίδιος, μιλώντας στην “Π” είπε ότι ο περιορισμός των χειρουργείων, πρόβλημα που επιδεινώθηκε με την πανδημία, ουσιαστικά οδηγεί τους χειρουργούς σε αδράνεια αφού μέσα σ’ ένα τρίμηνο κάνουν 3-4 χειρουργεία.
Αναφορικά με τις αμοιβές, ο κ. Χριστοδουλάκης σημείωσε ότι στο ΕΣΥ, για έναν διευθυντή, ο μισθός είναι κάτω από 2.000 ευρώ ενώ στον ιδιωτικό επάγγελμα τα ποσά είναι πολλαπλάσια.
“Όλες οι χειρουργικές ειδικότητες ήταν υποβαθμισμένες και επί ΣΥΡΙΖΑ” είπε ο γιατρός συμπληρώνοντας: “Ακόμη κι αυτό που είπε η σημερινή ηγεσία του Υπουργείου Υγείας να γίνονται απογευματινά χειρουργεία με αμοιβή εντός νοσοκομείων, είναι κάτι που δεν το θέλουν οι ιδιώτες γιατροί, δεν το θέλει η μισή Ν.Δ. και δεν το θέλουν ούτε τα υπόλοιπα κόμματα ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ, ΚΚΕ, ΜεΡΑ 25.
“Τα νοσοκομεία και το δικό μας έχει έλλειψη σε αναισθησιολόγους γιατί οι γιατροί σε αυτή την ειδικότητα είναι λίγοι και δυσεύρετοι. Πρόκειται για ένα πρόβλημα ελληνικό αλλά και πανευρωπαϊκό. Υπό αυτές τις συνθήκες, με τους ασθενείς να σε πιέζουν χωρίς να έχεις χειρουργικό χρόνο και χωρίς να αμείβεσαι, γιατί να παραμείνεις στο νοσοκομείο;” είπε και κατέληξε ότι για εκείνον δεν ήταν μία ευχάριστη απόφαση αλλά έχει φθάσει σε αδιέξοδο.
Διοικητής: “Χτυπάμε το καμπανάκι στο Υπουργείο Υγείας”
“Το θέμα των γιατρών που μόλις θεμελιώσουν το συνταξιοδοτικό δικαίωμα φεύγουν, δεν αφορά μόνο το δικό μας νοσοκομείο, είναι γενικό το πρόβλημα, είναι καθαρά οικονομικό, οι γιατροί θέλουν αυξήσεις μισθών.
Χτυπάμε το καμπανάκι για το Υπουργείο Υγείας” είπε στην “Π” ο διοικητής του Βενιζελείου κ. Κώστας Τερζάκης.
Ο ίδιος είπε ότι γίνονται συνεχείς προσπάθειες για να έρθουν στο νοσοκομείο περισσότεροι αναισθησιολόγοι και να αυξηθούν τα χειρουργεία.
Γ. Πασπάτης: “Γιατί οι έμπειροι γιατροί αφήνουν τα δημόσια νοσοκομεία”
Σε συνέντευξή του στην “Π” πριν λίγους μήνες, ο πρώην πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Ηρακλείου και συντονιστής – διευθυντής της Γαστρεντερολογικής Κλινικής του Βενιζελείου είχε μιλήσει για το σοβαρό αυτό θέμα αναφέροντας μεταξύ άλλων:
“Οι νοσοκομειακοί γιατροί των επεμβατικών -και κατά κάποιον τρόπο πιο «εμπορικών»- ειδικοτήτων κρίνουν συχνά ότι είναι προς το άμεσο βιοποριστικό τους συμφέρον να μεταπηδήσουν από το δημόσιο νοσοκομείο σε ιδιωτικές δομές υγείας, όπου και οι αποδοχές είναι ασύγκριτα καλύτερες, αλλά ακόμα και τα ωράρια εργασίας πολλές φορές.
Και αυτό γίνεται λόγω των αναξιοπρεπών και εξευτελιστικών μισθών που εδώ και χρόνια παρέχει το ελληνικό δημόσιο σύστημα υγείας, αλλά επιπλέον και λόγω της κατάστασης που επικρατεί στα δημόσια νοσοκομεία και την οποία επέτεινε σοβαρά η συγκυρία της πανδημίας της COVID-19. Αυτό δεν αφορά πλέον μόνο τους ιδιαίτερα έμπειρους γιατρούς, αλλά και νεότερους ακόμα”.
“Το τοπίο της στελέχωσης των μεγάλων δημόσιων νοσοκομείων με ιατρικό προσωπικό είναι ήδη εξαιρετικά βεβαρυμένο, ιδίως σε συγκεκριμένες και κρίσιμες για τη «βαριά» επεμβατική ιατρική δραστηριότητα ειδικότητες. Τα μόνα νοσοκομεία που θα επιβιώσουν σχετικά καλύτερα είναι τα πανεπιστημιακά, λόγω ευελιξίας που υφίσταται θεσμικά στις δυνατότητες απασχόλησης του ιατρικού προσωπικού και στον ιδιωτικό τομέα. Αντίθετα, στα υπόλοιπα νοσοκομεία μόνο μέσα από απογευματινά ιατρεία μπορεί να υπάρξει εισοδηματική ενίσχυση των γιατρών”.
Ο ίδιος είχε αναφέρει ότι “επιπλέον, και αυτό είναι πολύ σημαντικό, πέρα από τις εξευτελιστικές αποδοχές, είναι εντελώς αντιπαραγωγικό και απωθητικό και το υπάρχον σύστημα μη αξιολόγησης των γιατρών, που ουσιαστικά καταργεί κάθε δυναμική για όσους θέλουν να κάνουν ιατρική αιχμής για να εξελιχθούν επιστημονικά και επαγγελματικά”.
Οι αμοιβές
Αναφορικά με τις αμοιβές των γιατρών στην Ελλάδα σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες είπε: “Ενδεικτικά, οι γιατροί με θέση διευθυντή λαμβάνουν αποδοχές περίπου 2.000 ευρώ, ενώ αντίστοιχα στην Ευρώπη οι ίδιες θέσεις 8.000 έως 10.000 ευρώ. Επιπλέον, υπάρχει σαφής εξίσωση των μισθών προς τα κάτω, ένα φαινόμενο που -επιτρέψτε μου την υπερβολή- θα ζήλευε ακόμα κι ο Στάλιν, γιατί ένας γιατρός με τριάντα χρόνια υπηρεσίας και διευθυντική θέση λαμβάνει στην πράξη περίπου διακόσια ευρώ παραπάνω από έναν ειδικευόμενο γιατρό.
Είναι μια πρωτοφανής κατάσταση, που η συντριπτική πλειοψηφία των έμπειρων γιατρών του ΕΣΥ αντιλαμβάνεται ως ευθέως προσβλητική”.