Το μεσημέρι της 11ης Οκτωβρίου ο 49χρονος Κωστής Κεφαλάκης από τα Πραιτώρια, γνωστός ως ο «καπετάνιος», χαιρέτισε τα τέσσερα παιδιά του και έφυγε να ψαρέψει στη θαλάσσια περιοχή του Άι Γιάννη. Από μικρό παιδί ψάρευε. Αγαπούσε τη θάλασσα, τον γοήτευε ο βυθός. Όλοι στα μέρη του ήξεραν τη δεινότητα του στο ψαροντούφεκο.
Σε λίγες ημέρες συμπληρώνεται μήνας από την αποφράδα ημέρα που ο Κωστής χάθηκε. Σχεδόν δύο εβδομάδες κράτησαν οι έρευνες για τον εντοπισμό του. Όλοι έψαξαν: λιμενικό, αεροσκάφος, εθελοντές δύτες, φίλοι και συγγενείς με ιδιωτικά σκάφη. «Σάρωσαν» τη θαλάσσια περιοχή σε πολύ μεγάλη ακτίνα. Τίποτα όμως. Ήταν σαν να τον κατάπιε η θάλασσα.
Και αν τις πρώτες ώρες η ελπίδα παρέμενε ακόμα ζωντανή, οι καρδιές έγιναν χίλια κομμάτια σαν βρέθηκε το ψαροντούφεκο του. Είχε ρίξει σε ένα ψάρι και ήταν ακόμα κάτω.
Οι ημέρες και οι νύχτες είναι τρομακτικά δύσκολες για όλη την οικογένεια. Ο Κωστής αφήνει πίσω τους γονείς, τα έξι του αδέρφια και κυρίως την αγαπημένη του Κατερίνα και τα τέσσερα παιδιά τους, τα δίδυμα που πηγαίνουν στη Β’ Γυμνασίου, τον 6χρονο αδερφό τους και την 4χρονη μικρούλα τους.
«Μακάρι όλο αυτό να ήταν ένα ψέμα και να τον έβλεπα να ξεπροβάλλει πάλι στην πόρτα» λέει συντετριμμένη η Κατερίνα. Όπως εξομολογείται, κάθε μέρα που περνάει είναι και πιο δύσκολα και ας έχει την στήριξη συγγενών και φίλων. «Από τη μία κλαις για τον άνθρωπο σου που έχει χαθεί και από την άλλη αναρωτιέσαι γιατί κλαις αφού δεν τον έχει δεις νεκρό. Δεν έχω κάτι από εκείνον. Αν τον είχα κηδέψει, θα είχα να πάω στον τάφο του, να ανάψω το καντήλι. Τώρα, τίποτα δεν μπορείς να κάνεις. Ούτε καντήλι, ούτε τρισάγιο, ούτε κόλλυβο. Είναι ψυχοφθόρο. Όμως δεν έχω δικαίωμα να λυγίσω. Οφείλω να σταθώ όρθια για τα παιδιά μας».
Όπως λέει, ο Κωστής ήταν εκείνος που κάθε πρωί τα ξυπνούσε και τα ετοίμαζε για το σχολείο. Περνούν δύσκολα και εκείνα, χωρίς την παρουσία του πατέρα τους. Η Κατερίνα από την πρώτη στιγμή ζήτησε καθοδήγηση από ψυχολόγο ώστε το επόμενο πρωί της εξαφάνισης, δηλαδή το πρωί της Πέμπτης, να ξέρει τι θα τους πει. Θα ξυπνούσαν και θα έβλεπαν εκείνη αντί για τον πατέρα τους. Η μαμά τα πρωινά ήταν πάντα στη δουλειά. «Τους είπαμε την αλήθεια, ότι έφυγε ο μπαμπάς να πάει στο ψάρεμα, ότι κάτι έπαθε στη θάλασσα και δεν μπορούμε να τον βρούμε. Τα μικρότερα δεν κατανόησαν την σοβαρότητα της κατάστασης. Τα μεγάλα σοκαρίστηκαν λίγο αλλά είχαν και την ελπίδα ότι θα βρεθεί…».
Σήμερα, σχεδόν ένα μήνα μετά, προσπαθούν να διαχειριστούν την «ηχηρή» απουσία του πατέρα από το σπίτι και τις ζωές τους. Κατά βάθος σιγοκαίει ακόμα η ελπίδα. «Ο γιος μου ελπίζει ακόμα. Λέει ο μπαμπάς έχει χαθεί…Η μεγάλη μου κόρη έχει αρχίσει σιγά-σιγά να συνειδητοποιεί την κατάσταση, αν και δεν εκδηλώνεται.
Ο μικρός πάλι αντιδρά διαφορετικά. Αναρωτιέται γιατί πήραμε το αυτοκίνητο του μπαμπά από τη θάλασσα και το φέραμε στο σπίτι και ανησυχεί πώς θα επιστρέψει ο μπαμπάς όταν χρειαστεί. Ρ
ωτάει γιατί ο παππούς φόρεσε τις παντόφλες του μπαμπά του όταν είχε έρθει στο σπίτι. Του κακοφάνηκε. Προχθές πάλι που πήγαμε στη Μονή Κουδουμά να κάνουμε μία δέηση, ρωτούσε με αγωνία: «Θα δούμε τον μπαμπά στη θάλασσα;» Και το πιο μικρό μας λέει «ο μπαμπάς χάθηκε, έχει πάει στον Χριστούλη».
«Και η μαμά;» ρωτάμε. «Η μαμά πρέπει να μείνει όρθια για τα παιδιά της. Δεν έχει δικαίωμα να καταρρεύσει». Δεν πίστευε ποτέ ότι ο Κωστής της θα πάθαινε κάτι κακό στη θάλασσα. Ήταν τόσο έμπειρος που του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. «Ήταν πολύ καλός άνθρωπος.
Αγαπούσε την οικογένεια του, τους φίλους, βοηθούσε όλο τον κόσμο. Είχε όνειρα για τα παιδιά του. Να τα δει να μεγαλώνουν, να δημιουργούν, να είναι ευτυχισμένα. Ήθελε να μάθει και ψάρεμα στα αγόρια. Δυστυχώς… Όλο αυτό δεν έχει παρηγοριά».