Με θλίψη και συγκίνηση αποχαιρέτησαν σήμερα, οικογένεια, συγγενείς, φίλοι, σύντροφοι και γνωστοί, τον Φοίβο Ιωαννίδη.
Το «παρών» στην κηδεία του Φοίβου Ιωαννίδη, έδωσε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Νίκος Ανδρουλάκης, που συνοδευόταν από υποψήφιους ευρωβουλευτές, βουλευτές του κόμματος, αλλά και τοπικά στελέχη, ενώ παραβρέθηκαν μεταξύ άλλων ο περιφερειάρχης Κρήτης, Σταύρος Αρναουτάκης εκπρόσωποι της αυτοδιοίκησης και τοπικοί φορείς.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης συγκίνησε άπαντες στον επικήδειο λόγο που εκφώνησε.
Όπως τόνισε χαρακτηριστικά:
«Ο αείμνηστος Φοίβος, αγωνίστηκε με τη Δημοκρατική Παράταξη και η συνολική του παρουσία τίμησε την πολιτική, την πατρίδα, τον ‘Ανθρωπο και φυσικά, την αγαπημένη του Κρήτη, το Λασίθι, τη Σητεία. Εμπνεύστηκε από τα ιδανικά του σοσιαλισμού και της δημοκρατίας. Δημιούργησε ένα υπόδειγμα αντίστασης και ελευθερίας, αφήνοντας σημαντική παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές, όντας ηγετικό στέλεχος του αντιδικτατορικού αγώνα στην Κρήτη» ανέφερε ο κ. Ανδρουλάκης, συμπληρώνοντας ότι η δράση του αυτή είχε μεγάλο προσωπικό κόστος, καθώς καταδικάστηκε σε κάθειρξη έντεκα χρόνων από το Έκτακτο Στρατοδικείο Χανίων, και έμεινε στις φυλακές έξι ολόκληρα χρόνια.
«Όπως όλες οι σημαντικές προσωπικότητες της πολιτικής, ήταν πολυσχιδής και βαθιά καλλιεργημένος. Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιστορία, τον πολιτισμό και την ποίηση. Παρέμεινε όμως συγχρόνως ένας απλός, λαϊκός άνθρωπος, ο δικός μας και δικός σας Φοίβος. Η εξουσία δεν τον αλλοίωσε ποτέ και αποχώρησε από την πολιτική με την ίδια αξιοπρέπεια με την οποία μπήκε σε αυτήν. Δίδαξε τι θα πει πολιτική ηθική και συνέπεια λόγου και έργων. Αποχαιρετούμε σήμερα με οδύνη αλλά και με τεράστια ευγνωμοσύνη τον Φοίβο Ιωαννίδη. Σε μια εποχή που η πολιτική τείνει να χάσει το χαρακτήρα του μεγάλου και του υψηλού, η πολιτική του παρακαταθήκη είναι η πυξίδα για τους αγώνες της γενιάς μας, αλλά και των επόμενων γενεών της δημοκρατικής παράταξης».
Καταλήγοντας, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ είπε : «Φοίβο θα είσαι πάντα χαραγμένος στη ψυχή και την καρδιά του ελληνικού λαού, του λαού της Κρήτης και του λαού του Λασιθίου ιδιαιτέρως».
Ο επικήδειος του γιου του
Συγκινητικός ήταν και ο αποχαιρετισμός του γιου του Γιάννη Ιωαννίδη:
“Να ‘μαστε πάλι λοιπόν στη Σητεία Φοίβο.
Από εδώ η αρχή και το τέλος. Εδώ και η πρώτη αλλά και η τελευταία δημόσια εμφάνισή σου. Περιέγραφες στο βιβλίο σου τη σκηνή που προσπαθούσες να κρατήσεις τους λυγμούς σου, όταν, οκτώ ετών, έχοντας αντικρίσει τον πατέρα σου μόλις πριν λίγο καιρό σκοτωμένο από τους Γερμανούς, επελέγης να απαγγείλεις στην τελετή της απελευθέρωσης στην κεντρική πλατεία ένα ποίημα. Το ίδιο ποίημα που απήγγειλες από στήθους πριν τέσσερα χρόνια, σχεδόν στο ίδιο σημείο, στην παρουσίαση του βιβλίου σου “Μια ζωή γεμάτη”. Αυτή ήταν και η τελευταία δημόσια εμφάνισή σου.
Να ‘μαστε πάλι λοιπόν στη Σητεία Φοίβο, λίγο μετά την Ανάσταση. Λίγο πριν το «Χριστός Ανέστη», σού έμελλε να φύγεις, εδώ είχες επιλέξει να κηδευθείς και να ταφείς. Εσύ που έλεγες «το Πάσχα είναι μόνο στη Σητεία».
Μιλώντας για το θάνατο, μιλάμε για τη ζωή. Τη στιγμή του αποχαιρετισμού την κοινή μας ζωή μνημονεύουμε, τη σχέση μας με τους οικείους. Είχες από πολύ μικρός, το γράφεις στο βιβλίο σου, το προαίσθημα ότι θα πεθάνεις νέος, κι αυτό σε βοήθησε τελικά να ζήσεις μια ζωή γεμάτη. Αυτό σου το προαίσθημα δεν επαληθεύτηκε, ευτυχώς. Εγώ όμως, που σε γνώρισα ως πατέρα στα επτά μου χρόνια, κάτι θα είχα καταλάβει, γιατί θυμάμαι τα μεσημέρια όταν κοιμόσουν να πηγαίνω ως την πόρτα του υπνοδωματίου σου να βεβαιωθώ ότι αναπνέεις.
Μιλώντας για το θάνατο μιλάμε για τη ζωή. Αν έχεις θάρρος με το θάνατο, συνήθως έχεις και στη ζωή. Μου έλεγες λοιπόν, ότι όταν πεθάνεις δεν θέλεις θρήνους και κλάματα, αλλά να πάμε με φίλους να πιούμε ένα κρασί για σένα τραγουδώντας ένα συγκεκριμένο τραγούδι, το Στρατή του Κώστα Χατζή που λέει:
Tα νιάτα του έφαγε ο Στρατής
στα ναυπηγεία ολημερίς
φτιάχνει τα πιο γερά σκαριά
να παν οι άλλοι μακριά
να ταξιδέψουνε τη γη
οι τυχεροί, οι τυχεροί
T’ απόβραδο στο καπηλειό
με τον Γιωργή τον παραγιό
λένε για χώρες μακρινές
που δεν τις είδανε ποτές
ζηλεύουνε τους ναυτικούς
τους τυχερούς, τους τυχερούς
Σαν θα πεθάνω, βρε Γιωργή
Σαν θα σαλπάρω από τη γη
βάλε στην κάσα μου πανιά
βάλε της άλμπουρας, σκοινιά
πες πως ταξίδεψε κι αυτός
ο τυχερός, ο τυχερός
Όταν λοιπόν βγήκες από τη φυλακή και επανενώθηκε η οικογένεια, έπρεπε να χτιστεί από την αρχή μια σχέση πατέρα / γιού. Αυτό γενικά δεν είναι εύκολο, εσύ όμως είχες τον τρόπο σου. Δεν είναι μόνο ότι πάντα γέμιζες το χώρο, ότι όλοι γύρω, κι εγώ, σε βλέπαμε σαν ήρωα. Είναι κυρίως ότι μου είπες, μου επαναλάμβανες κάθε τόσο, ότι είσαι γονιός κι εγώ παιδί, αλλά θέλεις να γίνουμε φίλοι. Και γίναμε καλοί φίλοι, όπως είχες τον τρόπο σου να κάνεις καλούς φίλους, πολλοί από τους οποίους είναι εδώ σήμερα ή παίρνουν τηλέφωνο, στέλνουν συγκινητικά μηνύματα, γράφουν και δημοσιεύουν για σένα. Και είμαστε ευγνώμονες στην οικογένεια για όλη αυτή την αγάπη και εκτίμηση που μάς πλημμύρισε αυτές τις μέρες.
Δεν ταιριάζει σε μένα να κάνω τον πολιτικό απολογισμό του Φοίβου Ιωάννου Ιωαννίδη, ούτε να τον επαινέσω, εξάλλου ειπώθηκαν ήδη πολλά, από την πολιτειακή και πολιτική ηγεσία και αμέτρητους ανθρώπους, όχι μόνο φίλους, αλλά και από πολλούς που τον γνώρισαν μόνο μέσα από τη δημόσια δράση του.
Εγώ θα πω πως αισθανόμαστε, ιδίως τα παιδιά σου, η Μυρτώ κι εγώ αλλά και όλη η οικογένεια, στενότερη και ευρύτερη, από τα Χανιά, το Ρέθυμνο, την Ιεράπετρα και το Ηράκλειο, ως την Αθήνα, την Ξάνθη, τη Γαλλία και τη Χιλή, αισθανόμαστε τυχεροί που το προαίσθημά σου δεν επαληθεύτηκε, που μπορέσαμε και σε ζήσαμε τόσο πολύ, εσένα που έζησες τη ζωή που ήθελες.
Έχει μια σημασία να πούμε και δυο κουβέντες για τα τελευταία χρόνια. Που λόγω των προβλημάτων υγείας της Μαριώς αρχικά, λόγω των δικών σου προβλημάτων υγείας στη συνέχεια, αρχικά συννέφιασε ένας ορίζοντας που φαινόταν ανέφελος μετά τη συνταξιοδότηση και κατόπιν εγκλωβίστηκες στο σπίτι σου στα Εξάρχεια, εσύ που ήσουν τόσο κοινωνικός και κινητικός. Δεν ήταν χρόνια χαμένα.
Μπόρεσες και τελείωσες και είδες να δημοσιεύεται η αυτοβιογραφία σου «Μια ζωή γεμάτη», αν και την εβδομάδα που ήταν να κυκλοφορήσει και να παρουσιαστεί στην Αθήνα επιβλήθηκε η πρώτη καραντίνα. Τίποτα δεν ήταν εύκολο τελικά στη ζωή σου, αλλά ευτυχώς σε διέσωζε πάντα το χιούμορ, είπες τότε «μια φορά έγραψα κι εγώ ένα βιβλίο και έκλεισαν τα βιβλιοπωλεία».
Και μετά είχες αλλεπάλληλες ταλαιπωρίες υγείας, και κάποιες νοσηλείες, τις οποίες πάντοτε αντιμετώπιζες με χαμόγελο και αυτοσαρκασμό. Μεταξύ άλλων απήγγελλες στους γιατρούς και τις νοσηλεύτριες το τραγούδι του Μποστ που έχει μελοποιήσει ο Θεοδωράκης, «τη νήσο των Αζορών» : «Ένα πλοίον ταξιδεύον με υπέροχον καιρόν, αιφνιδίως εξωκοίλει ανοιχτά των Αζορών/ κι ένας νέος και μια κόρη, ωραιότατα παιδιά, φθάνουν κολυμπών γενναίως εις πλησίον αμμουδιά / Αλλά φθάνοντος χειμώνος και μη φθάνοντος βαπόρι/ απεβίωσεν ο νέος και απέθανεν η κόρη». Καθώς και το γνωστό στίχο του Εμπειρίκου «Οι Έλληνες έκαναν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου». Ή εκείνον του Σαββόπουλου: “αυτόν που έφυγε εχτές, στην έσκασε και μην τον κλαίς”.
Σε μια τέτοια στιγμή, στο νοσοκομείο, μου είπες και τη φοβερή φράση του Ζαν Ζωρές που τόσο σε εξέφραζε: Η δημοκρατία είναι μια πράξη τόλμης και μια διαδικασία εμπιστοσύνης.
Αλλά δεν είχαν μόνο χιούμορ και πλάκες εκείνες οι μέρες της νοσηλείας. Μου είπες: πότε είναι καλύτερα για σας – για μένα και για τη Μυρτώ εννοούσες – να φύγω;
Πρόλαβες τέλος μετά τις τελευταίες περιπέτειες έναν εγγονό. Μια μέρα του ανακοίνωσα την εγκυμοσύνη, ότι είναι αγόρι και ότι θα τον βγάλουμε φυσικά Φοίβο. Αντέδρασε. Δεν χρειάζεται είπε, μην το επιβαρύνουμε το παιδί. Το προσπέρασα, του είπα ότι όνομα μάς άρεσε και ότι τον είδαμε στον υπέρηχο. Το σκέφτεται για λίγο. Και μου μοιάζει; Με ρωτάει με εκείνο το χαρακτηριστικό του χαμόγελο.
Έχει όμως αξία και μια άλλη φράση σου. Όταν σου είπα ότι, επειδή μάς κάνει ο μικρούλης πολλές φορές όσο γίνεται πιο δύσκολα και τα πιο απλά πράγματα, όπως την αλλαγή μιας πάνας ή το ντύσιμο με ένα φαρμάκι, και γι’ αυτό τον αποκαλώ αντιστασιακό, μου είπες αυστηρά “μη λες τέτοια”. Είναι γιατί εσύ, με τις εμπειρίες σου, πίστευες πως η Δημοκρατία δεν πρέπει να χρειάζεται ήρωες, η Δημοκρατία δεν πρέπει να έχει ανάγκη από άλλες θυσίες, παρά μόνο ευσυνείδητους πολίτες.
Φίλε Φοίβο,
Βρισκόμαστε εδώ, η οικογένειά σου, η εξ αίματος, η εξ αγχιστείας και οι φίλοι σου για να σου πούμε ευχαριστώ για όσα έκανες για μας όλους, για τη δημοκρατία μας.
Κι ένα ειδικό ευχαριστώ για την ποίηση που μάς έμαθες. Τον Καβάφη μάλλον προτιμούσες, γι’ αυτό προέταξες στο βιβλίο σου τους στίχους « Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας/ τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις/ αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου/ αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου». Είναι από την Ιθάκη.
Κι εμείς εδώ, στο τέλος του ταξιδιού, πρέπει να σου ευχηθούμε καλό κατευόδιο. Με τα λόγια του Ελύτη, που επίσης αγαπούσες, θα στο πω το καλό ταξίδι, με το «Μικρό Ναυτίλο»:
ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ
Και αφού σ’ εξοντώσουν θα ‘ναι ακόμη ωραίος
Ο κόσμος εξαιτίας σου η καρδιά σου – καρδιά
Πραγματική στη θέση εκείνης που μας πήρανε
Ακόμη θα χτυπά και μια ευγνωμοσύνη
Από τα δέντρα που άγγιξες θα μας σκεπάζει
Ω λυτή αστραπή και πως σε ξαναδένουν
Που πια δεν έχω αέρα δεν έχω ζώου συντροφιά
Ή ξυλοκόπου καν ένα χαμένο αστροπελέκι
Ακούω νερά να τρέχουν ίσως να ‘ναι από Θεού
(Κι εγώ να βλασφημώ) ή να ‘ναι από το στόμα
Κάποιου μοναχικού που σίμωσε της κορυφής τα Μυστικ Κλειδιά
Και τ’ άνοιξε
γι’ αυτό απευθύνομαι σε Σένα
Βράδυ Μεγάλης Τρίτης με αντίκρυ μου το πέλαγος
Το ανεπανάληπτο – για να του πεις αντίο κι ευχαριστώ.
Σας ευχαριστούμε όλους, αιωνία σου η μνήμη.”
φωτό: anatolh.com