κακοποιηση ανηλικων

Η κατάθεση «φωτιά» που έδωσε η 20χρονη πριν από περίπου ένα χρόνο σε αστυνομικούς του Ηρακλείου, παρουσία ψυχολόγου, για τα όσα μαρτυρικά βίωσε όσο ακόμα ήταν ανήλικη, στέλνει στο εδώλιο τον πατέρα της αλλά και πέντε Ηρακλειώτες, οι οποίοι κατονομάζονται μεταξύ των ατόμων που φέρονται να την κακοποιούσαν σεξουαλικά έναντι χρημάτων. Πρώτος-πρώτος ο πατέρας ήταν εκείνος που κατηγορείται ότι βίασε το κορίτσι ένα βράδυ μέσα στο αυτοκίνητο.

Απείλησε ότι θα την σκοτώσει αν αποκάλυπτε το «μυστικό» τους και της υποσχέθηκε ότι δεν θα την πείραζε ξανά. Τρεις μήνες όμως αργότερα τη βίασε ξανά και αυτό πια γινόταν σε τακτική βάση, με βία και με ξύλο. Λίγους μήνες μετά άρχισε να την «πλασάρει» σε διάφορους Ηρακλειώτες έναντι αμοιβής.

Η «Πατρίς»  είχε αναφερθεί τον Δεκέμβριο στην υπό διερεύνηση υπόθεση  που πλέον παίρνει το δρόμο του ακροατηρίου.

Η δίκη με  τους έξι συνολικά κατηγορούμενους έχει προσδιοριστεί στα μέσα Ιουνίου στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ηρακλείου, για τις κατηγορίες: της γενετήσιας πράξης μεταξύ συγγενών κατ’ εξακολούθηση, της εμπορίας ανθρώπων κατ’ εξακολούθηση και της γενετήσιας πράξης με ανήλικο έναντι αμοιβής κατ’ εξακολούθηση.

Ο πρώτος «πελάτης» στον οποίο φέρεται να την πάσαρε ο πατέρας  ήταν ένας ηλικιωμένος επιχειρηματίας. Το ίδιο το κορίτσι στην κατάθεσή του περιέγραψε έναν «παππού».

«Σου αρέσει;» ρώτησε ο πατέρας τον ηλικιωμένο πελάτη μπροστά στο …εμπόρευμα. «Ωραία κοπέλα» φέρεται να απάντησε εκείνος. Ακολούθως πήγε στο αυτοκίνητο, όπως της είπε ο πατέρας της, όσο οι δύο άνδρες συνομίλησαν για λίγο. Μετά ο παππούς κατευθύνθηκε προς το μέρος της ανήλικης και της έδωσε στο χέρι 500 ευρώ, τα οποία παρέδωσε αργότερα στον πατέρα της.

Η παθούσα υποστηρίζει ότι ο πατέρας την υποχρέωνε να συναντά  τον «παππού» σε καθημερινή βάση σε δύο διαμερίσματα ιδιοκτησίας του, στο Ηράκλειο, ενώ εξαναγκαζόταν να πίνει αλκοόλ και να κάνει χρήση χασίς ώστε να κάμπτεται η αντίδρασή της.

Με τον καιρό ο πατέρας άρχισε να διευρύνει τον κύκλο των ανδρών στους οποίους εξέδιδε την ανήλικη κόρη του.

Σύντομα στους «πελάτες» εντάχθηκε και ο γιος του ηλικιωμένου επιχειρηματία, όπως κατήγγειλε το ίδιο το κορίτσι, ενώ προστέθηκαν και άλλα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων ένας έμπορος και ένας συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος.

Στην κατάθεσή της η καταγγέλλουσα είχε αναφερθεί εκτενώς και στα άσχημα παιδικά χρόνια που είχε ζήσει, εκφράζοντας μίσος και αποστροφή για τον πατέρα της. Ανέφερε ότι την χτυπούσε, έσβηνε τσιγάρα στο λαιμό της, έβαζε εκείνη, τον αδερφό της και τη μητέρα της τιμωρία στα γόνατα για ώρες ή τους υποχρέωνε να κουβαλούν στις πλάτες τους κούτες με τσιμέντο, απαγορεύοντάς τους να τις αφήσουν κάτω.

Όταν πάλι  πεινούσαν, έβαζε την οικογένεια του μέσα σε σούπερ-μάρκετ, τους έβαζε να μυρίζουν τα φαγητά και τα γλυκά και τους άφηνε στο τέλος νηστικούς.