Η Επανάσταση του 1866-69, το «δεύτερο ’21», όπως ονομάστηκε, αποτελεί την κορυφαία έκφραση του πόθου των Κρητών για ελευθερία και εθνική αποκατάσταση. Ήταν η πρώτη μετά την Επανάσταση του 1821 μεγάλη κρίση του Κρητικού Ζητήματος. Το δεσπόζον σύνθημα «Ένωσις ή Θάνατος» που υποκατέστησε το παλαιό «Ελευθερία ή Θάνατος», εξέφραζε εύγλωττα και επιγραμματικά τον εθνικό πόθο που γρήγορα πήρε κορυφαίες διαστάσεις και απασχόλησε σοβαρότατα την ευρωπαϊκή διπλωματία, ως σημαντική πτυχή ολόκληρου του Ανατολικού Ζητήματος.
Οι συνθήκες ήταν δυσμενείς, όχι μόνο από την άποψη των στρατιωτικών προπαρασκευών και της αναλογίας των δυνάμεων των επαναστατών με εκείνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά κυρίως από την άποψη της γενικής πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Οι Μεγάλες Δυνάμεις και ιδιαίτερα η Αγγλία και η Γαλλία, ήταν εξ αρχής αντίθετες προς κάθε κίνημα που θα έθετε σε κίνδυνο την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μόνο η Ρωσία, που είχε ταπεινωθεί με τον Κριμαϊκό Πόλεμο και τη συνθήκη των Παρισίων (1856) έδειχνε να ευνοεί την επανάσταση της Κρήτης και την υποκινούσε, μάλιστα μέσω των αντιπροσώπων της στο νησί.
Μέσα σε αυτό το εξαιρετικά οδυνηρό τοπίο και τις φρικτές συνθήκες για την υπεράσπιση του αλυτρωτικού πόθου τους, οι Κρήτες έδιναν χωρίς περιστροφή τη ζωή τους για οτιδήποτε σχετιζόταν, θύμιζε ή συμβόλιζε την υπεράσπιση της ακόμα μακρινής σαν οπτασία Ελληνικής Πατρίδας τους. Πολύ δε περισσότερο, αν εκείνο ήταν το υπέρτατο σύμβολο, η Ελληνική Σημαία.
Μια τέτοια άγνωστη ηρωική ανθρώπινη ιστορία, καθοδηγούμενη από τον αγιάτρευτο πατριωτικό πόθο της Ένωσης, έγινε ανήμερα της επετείου της 25ης Μαρτίου στη διάρκεια της τριετούς επανάστασης του 1866. Δεν είναι γνωστό ποια χρονιά ακριβώς, αλλά σε συνδυασμό με άλλα γεγονότα που προηγήθηκαν όπως το Αρκάδι,
θα πρέπει να έγινε το Μάρτιο του 1867. Πρωταγωνιστής της, ο χατζή Κωσταντής Γιαννακάκις, ένας κάτοικος του Πισκοκεφάλου Σητείας, χαρακτηριστική φιγούρα της εποχής. Το περιστατικό καταγράφει ο ιδρυτής και πρώτος διευθυντής του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης, Νικόλαος Ιωα. Παπαδάκης (1870-1941), στη βιογραφία – απομνημονεύματα του Επισκόπου Ιεροσητείας Αμβροσίου (Σφακιανάκη), έργο που εκδόθηκε στα Χανιά το 1936.
Γράφει ο συγγραφέας (διατηρείται η γραμματική και η γλώσσα):
«Εν τω χωρίω Πισκοκέφαλο έζη θρησκόληπτός τις, ο Χατζή Κωσταντής Γιαννακάκις ή Χατζή Μαραγκός (εκ του άλλοτε επαγγέλματός του). Έφερε την αυτήν χειμώνος και θέρους ενδυμασίαν ασκητού, ήτοι ρασόβρακαν μαύρην και μεϊτάνι από του αυτού υφάσματος κατασκευασμένον, επί του οποίου και είχεν ερραμένους σταυρούς. Είχε γυμνούς τους πόδας και ακάλυπτον την κεφαλήν, σταυροειδώς κεκαρμένην. Εφαίνετο κατά τα άλλα άνθρωπος οξύνους, αφ ού, χωρίς να έχη διδαχθή εν το Σχολείω γράμματα, ειμή ολίγην ανάγνωσιν, εγίνωσκε πάντα σχεδόν τα κοινά Εκκλησιαστικά, απήγγελεν από μνήμης χωρία των Γραφών, τα οποία και ηρμήνευε, κατά τον ιδικόν του, εννοείται τρόπον. Με την βροντώδη του φωνήν εκήρυττεν εις τας οδούς εις επήκοον χριστιανών τε και οθωμανών. Εις τους τελευταίους δε ερμηνεύων τας γνωστάς του Αγαθαγγέλου Προφητείας, δεν εδίσταζε να προλέγη την της Τουρκίας συντριβήν την οποίαν και ηύχετο επιφωνών εκάστοτε: “Συντριβήτωσαν πάσαι αι εναντίαι δυνάμεις, και ως λαίλαψ εκλικμίσει αυτούς”. Οσάκις δε προέβλεπε κίνδυνον από της τουρκικής αστυνομίας, ερρίπτετο εις την θάλασσαν προσποιούμενος τον τρελλόν και ούτω διέφευγε την σύλληψιν.
Εκτός του θρησκευτικού είχε και τον εθνικόν φανατισμόν ο Χατζή Κωσταντής έξ ίσου ανεπτυγμένων. Διηγούνται ότι κατά την επανάστασιν του 1866, επέδειξεν έκτακτον τόλμην και ανδρείαν. Εις αυτόν αποδίδεται και η επομένη πράξις:
Κατά τινα 25 Μαρτίου εστάθμευεν εν τω κόλπω Σητείας πλοίον ελληνικόν, το οποίον, λόγω της Εθνικής Εορτής, ήτο σημαιοστολισμένο με σημαίας Ελληνικάς εκ της θέας των οποίων τοσούτον ενεθουσιάσθη δε ο Χατζή Κωσταντής ώστε ερρίφθη εις την θάλασσα και κολυμβών διεπεραιώθη εις το πλοίον από του οποίου ήρπασε μίαν σημαίαν, την προσέδεσεν εις ράβδον και ερρίφθη πάλιν εις την θάλασσαν.
Κολυμβών διά της αριστεράς χειρός έφερεν υψηλά διά της δεξιάς την σημαίαν και φθάσας εις την ξηράν διηυθύνθη προς τον άνωθι της πόλεως στρατιωτικόν Πύργον, (σ.σ. φρούριο Καζάρμας) κενόν τότε στρατιωτών, και ύψωσεν επ’ αυτού την Ελληνικήν Σημαίαν.
Οι Τούρκοι, ως ήτο επόμενον, εταράχθησαν και η Αστυνομία έδραμεν επί τόπου, αλλ’ ο Χατζή Κωσταντής ιστάμενος παρά την Σημαίαν ημπόδιζε να εγγίσωσιν αυτήν οι Χωροφύλακες. Εδέησε τότε να μεταβώσιν εις τον Πύργον ο διευθύνων την αστυνομίαν Λοχαγός, Χαλήλ Αγάς Μελιδονάκις, άνθρωπος συνετός και μετριοπαθής και ο Χριστιανός Έπαρχος οι οποίοι και έπεισαν τον Χατζή Κωσταντή να υποβιβάση την Σημαίαν με την υπόσχεσιν ότι θα εχαιρετάτο αύτη δια τριών τεμενάδων, όπερ και έγινε».
Ο πρωταγωνιστής της ηρωικής αυτής πράξης, που ήταν πολύ εκδηλωτικός και αυθόρμητος στην κοινωνία της περιοχής του, εν πολλοίς αντισυμβατικός με τους κοινωνικούς κώδικες της εποχής, υποδεχόταν πάντοτε με τον μεγαλόφωνο και ενθουσιώδη χαιρετισμό «τοιούτος ημίν έπρεπεν Αρχιερεύς» τον επίσκοπο Αμβρόσιο όποτε πήγαινε για περιοδεία από την Ιεράπετρα στη Σητεία.
Ο χατζή Κωσταντής, λόγω της ιδιαιτερότητας του χαρακτήρα του και του φανατικού εθνικού φρονήματός του, δεν τύχαινε αποδοχής συγκεκριμένης κοινωνικής μερίδας, η οποία τον κατηγόρησε στον Επίσκοπο Ιεροσητείας, ως απατεώνα, κατεργάρη και τσαρλατάνο. Ο Αμβρόσιος στα ίδια τα απομνημονεύματά του ομολογεί ότι «…ηναγκάσθην κατόπιν, κατά την δευτέραν περιοδείαν μου, να τον κακομεταχειρισθώ διά ραβδισμών (sic!) εξ αιτίας της αδιορθώτου αγυρτείας του. Μετά τινά δ’ έτη ηναγκάσθην και να τον εξορίσω. Απέθανεν εις παρεκκλήσιον Χουμεριάκου Μεραμβέλλου».
Το άγνωστο και συγκλονιστικό αυτό περιστατικό, από τη μια σηματοδοτεί τον αγιάτρευτο πόθο του αλυτρωτισμού του Ανώνυμου Κρητικού για την Ένωση και από την άλλη αφήνει να διαφανεί αβίαστα η ατυχής συμπεριφορά ενός κορυφαίου εκπροσώπου της τοπικής Εκκλησίας. Μιας κατά τα άλλα εμβληματικής προσωπικότητας όπως ο Αμβρόσιος, ο οποίος διετέλεσε σημαίνοντα και καθοριστικό ρόλο κατά τη διάρκεια της διακονίας του στα επαναστατικά πράγματα της Ανατολικής Κρήτης στην τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα. Άσχετα ότι από πολλούς της εποχής του κατηγορήθηκε για διαφόρους χειρισμούς του.
Ενός πολυμαθούς θρησκευτικού ηγέτη με πλούσιο, αλλά άγνωστο, θρησκευτικό, μεταφραστικό και συγγραφικό έργο. Ωστόσο το εν λόγω περιστατικό, ενάμισι αιώνα μετά, κρινόμενο με τα σημερινά δεδομένα, δεν παύει να αμαυρώνει την κατά τα άλλα πατριωτική διακονία του συγκεκριμένου Επισκόπου.
Στην Ιστορία δεν παύει να είναι εξόχως ενδιαφέρουσα η καταγραφή όχι τόσο των πτυχών αφανών, άγνωστων μικρών γεγονότων, όσο πολύ περισσότερο, οι μεγάλες προεκτάσεις τους στους εθνικούς αγώνες των Λαών.