Ποτέ δεν ήταν πολύ εύκολο να κλείσεις ραντεβού στα νοσοκομεία του Ηρακλείου για να σε δει γιατρός ή να κάνεις εξετάσεις, ωστόσο στις μέρες μας η κατάσταση έχει γίνει ακόμη χειρότερη.
Οι πολίτες ψάχνουν γιατρούς και δεν βρίσκουν και πολλοί βάζουν «μέσον» για το πετύχουν.
Η ζήτηση των υπηρεσιών υγείας έχει αυξηθεί κατακόρυφα τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, ωστόσο η πλειονότητα των πολιτών που αδυνατούν να πληρώσουν, απευθύνονται στο ΕΣΥ για να εξυπηρετηθούν.
Μπορούν όμως να καλυφθούν οι ανάγκες τους;
«Δύσκολα και με πολύμηνη καθυστέρηση» είπε στην «Π» ο κ. Νίκος Λαθουράκης, γραμματέας του Ιατρικού Συλλόγου Ηρακλείου, ο οποίος επεσήμανε ότι για παράδειγμα μια αξονική στεφανιογραφία μπορεί να προγραμματιστεί μετά απο 6 μήνες.
Καθυστερήσεις υπάρχουν για σειρά εξετάσεων όπως είναι οι υπέρηχοι και οι αξονικές και μαγνητικές τομογραφίες, αλλά και για ραντεβού με γιατρούς διάφορων ειδικοτήτων όπως είναι οι ενδροκρινολόγοι, οι καρδιολόγοι, οι οφθαλμίατροι.
Έντονες είναι οι διαμαρτυρίες του κόσμου για το ΠΑΓΝΗ όπου από τον περασμένο Δεκέμβριο τα ιατρικά ραντεβού κλείνονται ηλεκτρονικά. Σύμφωνα με τον κ. Λαθουράκη, ο Ιατρικός Σύλλογος έχει γίνει αποδέκτης πολλών παραπόνων απο πολίτες που δεν μπορούν να βρουν καθόλου ραντεβού γιατί φαίνονται όλα κλεισμένα.
Ο Σύλλογος έστειλε επιστολή στη Διοίκηση του Πανεπιστημιακού γνωστοποιώντας της τις διαμαρτυρίες, ενώ ζητά να ληφθούν μέτρα για να ομαλοποιηθεί η κατάσταση.
Η κ. Γρηγορία Μπέτση, γραμματέας της Ένωσης Νοσοκομειακών Γιατρών Ν. Ηρακλείου, είπε στην «Π» ότι τα ραντεβού κλείνονται κάθε μήνα μέσα σε 2-3 ώρες και αρκετοί βάζουν «μέσον» κάποιον γνωστό τους για να τα καταφέρουν.
Όσον αφορά εκείνα που κλείνονται μέσω τηλεφώνου ανέφερε ότι “υπάρχει τόσο μεγάλος φόρτος, που ο κόσμος εξαιρετικά δύσκολα «πιάνει» γραμμή”.
Ανέφερε ότι σύντομα στο ΠΑΓΝΗ τα ηλεκτρονικά ραντεβού θα επεκταθούν και στις εξετάσεις, ενώ η Διοίκηση έχει υποσχεθεί ότι θα αυξήσει τις τηλεφωνικές γραμμές.
Να επισημάνουμε τέλος ότι αν η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας ήταν σωστά οργανωμένη, έπαιζε τον ρόλο της και λειτουργούσε ικανοποιητικά, δεν θα απευθυνόταν όλος αυτός ο κόσμος στα νοσοκομεία που δημιουργήθηκαν για να στηρίξουν τη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια φροντίδα υγείας.