Μετά από μεγάλες χρονικές παλινδρομήσεις τροχοδρομείται η ανάθεση δύο σημαντικών μελετών που ανοίγουν το δρόμο για την επαναχρήση δύο σπουδαίων αρχιτεκτονικά αλλά και ιστορικά κτηρίων της πόλης. Πρόκειται για το πανέμορφο νεοκλασικό Κοθρή και τη φάμπρικα Ανωγειανάκη, των οποίων τα τεύχη δημοπράτησης των μελετών αποκατάστασής τους προωθήθηκαν χθες στο Τεχνικό Συμβούλιο Δημοσίων Έργων για να δώσει το «πράσινο φως» και να προχωρήσει η ανάθεση τους.
Και οι δύο μελέτες καλύπτονται χρηματοδοτικά από το πρόγραμμα ΕΣΠΑ, όπου ο προϋπολογισμός επαναχρήσης για το Μέγαρο Κοθρή είναι 1.422.516 ευρώ και για τη φάμπρικα Ανωγειανάκη αντίστοιχα 829.098 ευρώ.
Όπως είναι γνωστό το ιστορικό κτήριο Κοθρή έχει χαρακτηριστεί ως το πιο σπουδαίο νεοκλασικό κτήριο της πόλης, το οποίο δυστυχώς βρίσκεται σε μια πολύ κακή κατάσταση, με προβλήματα διάλυσης και με σοβαρές ετοιμορροπίες. Για την αποκατάστασή του θα χρειαστούν μεταξύ άλλων, μελέτη τοπογραφικής αποτύπωσης και ένα πλέγμα μελετών που αφορούν στην ειδική αρχιτεκτονική μελέτη αποτύπωσης και πρότασης του κτηρίου και του περιβάλλοντα χώρου, στη μελέτη στατικής επάρκειας και δομικής αποκατάστασης του κτηρίου, στη γεωτεχνική μελέτη και έρευνα, στη μελέτη ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων, στη μελέτη συντήρησης γλυπτού και ζωγραφικού διακόσμου. Επίσης αφορά στη μουσειολογική και μουσειογραφική μελέτη.
Σύμφωνα με στοιχεία της Τεχνικής Υπηρεσίας του Δήμου Ηρακλείου, το μέγαρο Λιοπυράκη αποτελεί αναμφισβήτητα το κορυφαίο δείγμα κτίσματος του αρχιτεκτονικού ρεύματος του εκλεκτικισμού, με πλήθος στοιχείων του ρομαντικού νεοκλασικισμού στο Ηράκλειο. Το κτήριο χρονολογείται στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 20ου αι. και φέρει τη σφραγίδα του αρχιτέκτονα Δημήτρη Κυριακού. Πρόκειται για ένα από τα πιο μεγαλοπρεπή μέγαρα που κατασκευάστηκαν την εποχή εκείνη, στον σημαντικότερο οδικό άξονα της πόλης, τη λεωφόρο Μαρτύρων 25ης Αυγούστου, η οποία συνέδεε το λιμάνι με το κέντρο της πόλης.
Η κατασκευή των μεγάρων αυτών, τα οποία συνέθεσαν ένα γοητευτικό αρχιτεκτονικό σύνολο, προσέδωσε στον δρόμο μια νέα, ευρωπαϊκής υφής μορφή, διαμορφώνοντας την πρώτη εικόνα για όποιον έφτανε στην πόλη.
Τα εν σειρά κατασκευασμένα μέγαρα έγιναν η αιτία να ονομαστεί σκωπτικά η ενετική Ruga Maistra, που ήταν γνωστή κατά την τουρκοκρατία με την ονομασία Βεζίρ Τσαρσί, «Λεωφόρος της Απάτης» ή της «Πλάνης», επειδή έδινε εσφαλμένη εντύπωση στον επισκέπτη για την μορφή της πόλης πίσω από αυτή.
Το μέγαρο πήρε την ονομασία του από την οικογένεια των γνωστών Ηρακλειωτών Λιοπυράκη, όπου έζησε αρχικά εκεί. Στη συνέχεια στο μέγαρο έζησε η οικογένεια των επίσης γνωστών επιχειρηματιών Τζωρτζάκη και του βουλευτή του νομού Λασιθίου Κοθρή. Το κτήριο είναι γωνιακό, σχήματος Γ, τριώροφο με ενδιάμεσα τρία διώροφα τμήματα. Τα τριώροφα τμήματα καλύπτονται με ξύλινη κεραμοσκεπή στέγη, ενώ τα διώροφα με δώμα.
Στη γωνία του κτίσματος δεσπόζει ευρεία απότμηση μορφολογημένη με ιδιαίτερη προσοχή. Το οικοδόμημα χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα σημαντικές αρχιτεκτονικές λύσεις. Η κυρίαρχη ρυθμολογική διακόσμηση αναπτύσσεται στον πρώτο όροφο, ενώ το ισόγειο αποκτά τη στιβαρότητα βάσης – βάθρου. Ο δεύτερος όροφος διαμορφώνεται ως “αττικόν”, έχει δηλαδή μειωμένο ύψος και απλούστερα μορφολογικά στοιχεία από τον πρώτο όροφο, όπου αναπτύσσεται η ζώνη του ρυθμού. Διακόπτεται σε τρία σημεία όπου εκεί παρεμβάλλονται τα δώματα.
Η τοποθέτηση των ανοιγμάτων και των εξωστών, στις δύο κύριες όψεις καθώς και στη γωνιακή απότμηση του οικοδομήματος, σχεδιάστηκε με τη χρήση αυστηρών αξόνων συμμετρίας. Η ρυθμική επανάληψη αρχιτεκτονικών και μορφολογικών στοιχείων δημιουργεί ένα αισθητικά εξαιρετικό αποτέλεσμα. Το μέγαρο Λιοπυράκη σήμερα έχει διαιρεθεί σε δύο ανεξάρτητες ιδιοκτησίες. Η βόρεια πτέρυγα του μεγάρου (κτήριο Κοθρή) είναι ιδιοκτησίας του Υπουργείου Πολιτισμού, ενώ η νότια (κτήριο Αποστολίδη) ανήκει σε ιδιώτη.
Το κτήριο Κοθρή έχει χρησιμοποιηθεί ως κατοικία, μαθητική εστία, και γραφεία της 1ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (μέχρι το 1996), ενώ το κτήριο Αποστολίδη, το οποίο σήμερα στεγάζει την Τράπεζα Χανίων, φιλοξενούσε την 7η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων του ΥΠΠΟ.
Η απομάκρυνση της Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων μετά από σεισμό σηματοδότησε και την εγκατάλειψη χρήσης των ορόφων της βόρειας πτέρυγας του μεγάρου χωρίς να χρησιμοποιηθεί ξανά. Σήμερα το κτήριο Κοθρή είναι κενό με εξαίρεση το ισόγειο όπου λειτουργεί κατάστημα τουριστικών ειδών.
Τον Σεπτέμβριο του 2017 το Υπουργείο Πολιτισμού ενέκρινε την παραχώρηση του Μεγάρου Κοθρή – Λιοπυράκη για 30 έτη χωρίς αντάλλαγμα, στο Δήμο Ηρακλείου, προκειμένου να αποκατασταθεί και στη συνέχεια να λειτουργήσει ως Δημοτική Πινακοθήκη.
Για πολλά χρόνια το κτήριο παραμένει αναξιοποίητο με συνέπεια την επιδείνωση της κατάστασής του. Από το 2009 η όψη της βόρειας πτέρυγας βρίσκεται κρυμμένη πίσω από ικριώματα τα οποία έχουν τοποθετηθεί ώστε να προστατευτούν οι περαστικοί από μια πιθανή αποκόλληση στοιχείων της μνημειακής όψης.
Η φάμπρικα Ανωγειανάκη
Όπως είναι γνωστό, η ιδέα της εξαγοράς της πρώην φάμπρικας Ανωγειανάκη από τον Δήμο Ηρακλείου υπήρχε στο τραπέζι από το 1997. Η εξαγορά της εγκρίθηκε από το Δημοτικό Συμβούλιο τον Οκτώβριο του 2018. Τον Αύγουστο του 2019 το συγκρότημα Φάμπρικας Ανωγειανάκη αγοράστηκε από τον Δήμο Ηράκλειου με σκοπό την μετατροπή του σε χώρο πολιτισμού.
Σύμφωνα με την απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, που ενέκρινε την εξαγορά της φάμπρικας, το κτήριο προορίζεται να μετατραπεί σε Κέντρο Μεσογειακής Μουσικής, στο οποίο μεταξύ άλλων θα λειτουργούν σχολές κατασκευής και επιδιόρθωσης παραδοσιακών μουσικών οργάνων, θα διεξάγονται ποικίλες πολιτιστικές εκδηλώσεις, ενώ θα φιλοξενηθεί και η σημαντική συλλογή μουσικών οργάνων του Ross Daly, μετά από προσφορά του ίδιου του καλλιτέχνη.
Η ιστορία του κτηρίου ιχνηλατείται στα τέλη του 19ου αιώνα όταν κατασκευάσθηκαν τα εργοστάσια και αποθήκες όπου γίνονταν η επεξεργασία και η αποθήκευση των κύριων αγροτικών προϊόντων του νομού (σταφίδα, κρασί, λάδι). Η περιοχή απέκτησε σαφή βιοτεχνικό – βιομηχανικό χαρακτήρα. Κοντά στα εργοστάσια δημιουργήθηκαν οι γειτονιές που εγκαταστάθηκαν οι άνθρωποι, πρόσφυγες στην πλειονότητά τους, που αποτελούσαν το εργατικό δυναμικό του πρώτου αυτού βιομηχανικού πυρήνα του Ηρακλείου.
H περιοχή είναι τυπικά και ουσιαστικά ταυτισμένη με την ιστορία και την εξέλιξη της πόλης του Ηρακλείου, αλλά και με ολόκληρο το Νομό αφού υπήρξε, λόγω της εγκατάστασης επιχειρήσεων που συνδέθηκαν στενά με την οικονομική δραστηριότητα του νομού (σταφιδεργοστάσια, οινοποιεία, λαδάδικα, σαπουνοποιεία), το κέντρο των βιοτεχνικών και εμπορικών δραστηριοτήτων για έναν ολόκληρο αιώνα. Πιο πάνω στον ίδιο δρόμο, στην οδό Βαλέστρα, προς τη Χανιώπορτα, ήταν η φάμπρικα του Μακράκη.
Η φάμπρικα του Ανδρέα Ανωγειανάκη στεγαζόταν σε συγκρότημα δυο κύριων κτισμάτων. Το κτήριο Α είναι ένα λιτό διώροφο κτίσμα, κατασκευασμένο στα τέλη του 19ου αιώνα (νέο- οθωμανική περίοδος). Λόγω της χρήσης του ως ελαιουργείο η πρόσοψη του διαθέτει ελάχιστα διακοσμητικά στοιχεία, τα οποία συναντάμε κυρίως στα ανοίγματα του ισογείου. Οι όψεις χαρακτηρίζονται από κατακόρυφους άξονες, χωρίς όμως να τηρείται αυστηρά ο κανόνας τους. Τα ανοίγματα έχουν ανώφλια από χαμηλωμένα τόξα. Τα ανοίγματα του ισόγειου είναι διακοσμημένα με λίθινο πλαίσιο απλής μορφής και τονισμένο το κλειδί του τόξου.
Στο ίδιο οικόπεδο υπάρχει και το κτήριο Β επί της οδού Βαλέστρας 71 ( αποθήκη και κατοικία), που ανήκει στους ίδιους ιδιοκτήτες, καθώς και αλλά βοηθητικά κτίσματα (παλαιό σαπωνοποιείο, στάβλος κτλ.).
Στο εσωτερικό των δυο κτηρίων καθώς και στο κτίσμα του σαπωνοποιείου υπάρχουν πηγάδια. Τα κτήρια αρχικά ήταν ιδιοκτησία Τούρκων που έφυγαν με την ανταλλαγή και πωλήθηκαν μετά. Το κτήριο Α είναι κατασκευασμένο από λιθοδομή με ξύλινα οριζόντια φέροντα στοιχεία. Εσωτερικά η επικοινωνία των ορόφων γινόταν με ξύλινη κλίμακα. Το κτήριο καλύπτεται με τετράρικτη ξύλινη στέγη και επικάλυψη από γαλλικού τύπου κεραμίδια (μεταγενέστερη επέμβαση).
Τα δάπεδα του ισογείου είναι επιστρωμένα με τσιμεντοκονία και πατητό χώμα.
Στον όροφο τα δάπεδα είναι ξύλινα. Τα κουφώματα είναι ξύλινα με φεγγίτη και καρφωτά παραθυρόφυλλα. Η θύρα της κύριας εισόδου είναι ξύλινη καρφωτή. Το κτήριο σήμερα είναι εγκαταλελειμμένο.