οι τιμές των καυσίμων
Την ενεργοποίηση του Συνδέσμου Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών έχει προκαλέσει η αύξηση των τιμών στα καύσιμα

Σάλο έχει προκαλέσει στην ελληνική αγορά η εκτίναξη στις τιμές των καυσίμων, με τον Σύνδεσμο Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών Ελλάδας να παρεμβαίνει με ανακοίνωσή του στο θέμα.

Όπως τόνισε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Πωλητών Πετρελαιοειδών Νομού Ηρακλείου, Λυκούργος Σαμόλης, χθες στην «Π», σε επίπεδο Ηρακλείου οι πρατηριούχοι πραγματοποιούν έναν πολύ μεγάλο αγώνα συγκράτησης των τιμών σε όσο το δυνατόν χαμηλότερα επίπεδα, δεδομένων των πιέσεων που δέχονται.  Αυτό αναγνωρίζεται και από τον Σύνδεσμο Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών Ελλάδας, ο οποίος αναφέρει από τη μία πλευρά ότι πολλοί πρατηριούχοι έχουν συμπιέσει τα περιθώρια κέρδους τους, τη στιγμή που οι χονδρέμποροι τα έχουν αυξήσει, ενώ από την άλλη τονίζει πως ειδικά στην Αττική παρατηρούνται πολλά φαινόμενα λαθρεμπορίας, σε μια προσπάθεια να συγκρατηθούν χαμηλά οι τιμές.

Ο Σύνδεσμος δεν αναφέρεται σε κάποια άλλη Περιφέρεια της Ελλάδας, ωστόσο αφήνει να υπονοηθεί ότι ενδεχομένως τιμές πολύ χαμηλότερες από το μέσο όρο των τιμών θα πρέπει πιθανότατα να προβληματίζουν τους καταναλωτές ως προς την ποιότητα καυσίμου που λαμβάνουν.

Συγκεκριμένα στην ανακοίνωσή του ο Σύνδεσμος αναφέρει:

Από τα μέσα του 2017 μέχρι σήμερα, οι διεθνείς τιμές, τόσο του αργού όσο και των προϊόντων του, ακολουθούν μια ανοδική πορεία. Είναι χαρακτηριστικό ότι το αργό Μπρέντ από τον Ιούλιο του 2017 έχει αυξηθεί κατά 66-70%, ενώ οι διεθνείς τιμές πετρελαιοειδών και συγκεκριμένα της αμόλυβδης βενζίνης 95 οκτανίων, κατά 40-50%. Συνυπολογίζοντας το ότι στο ίδιο διάστημα το ευρώ έχει ανατιμηθεί έναντι του δολαρίου, αλλά και το ότι ο ΦΠΑ ενισχύει την επιβάρυνση, προκύπτει ότι το συνολικό χονδρικό κόστος έχει αυξηθεί σημαντικά.

Οι λιανικές τιμές στην αντλία, όπως τις παρακολουθεί το Παρατηρητήριο Τιμών, δεν έχουν ακολουθήσει αυτή την αύξηση του κόστους. Είναι προφανές ότι έχει σημειωθεί μείωση του περιθωρίου κέρδους στο λιανικό επίπεδο, δηλαδή το κέρδος που αφορά το κομμάτι επιχειρήσεις εμπορίας, μεταφορείς, και πρατηριούχοι».

Ειδικότερα σε σχέση με την Αθήνα αναφέρεται:  «Η σύγκριση των λιανικών τιμών ανά περιοχή χρησιμοποιεί ως βάση την τιμή στην περιοχή Αθήνας. Αυτή η σύγκριση είναι εσφαλμένη.

Όπως αναφέρει και το έγκριτο δημοσιογραφικό ρεπορτάζ και όπως προκύπτει από τις αρμόδιες Ελεγκτικές Υπηρεσίες, η περιοχή της Αθήνας και γενικότερα Αττικής χτυπιέται από εκτεταμένα φαινόμενα παραεμπορίας και λαθρεμπορίας. Αυτή η κατάσταση περιμένομε πάντοτε με την εφαρμογή μέτρων να αμβλυνθεί, αλλά μέχρι τότε ας έχομε όλοι υπόψη ότι όσο η Αττική έχει αυτές τις τεχνητά χαμηλές τιμές αποτελεί αναξιόπιστη βάση αναφοράς».

Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο, οι αυξήσεις των διεθνών τιμών κανονικά δεν συμφέρουν τις εταιρείες εμπορίας γιατί:

«Α. Χρειάζονται περισσότερα κεφάλαια κίνησης για  να  αγοράσουν και να εκτελωνίσουν τις ίδιες ποσότητες καυσίμων, μιας και προκαταβάλλουν στο Δημόσιο το σύνολο φόρων και δασμών.

Β. Οι οφειλές των πελατών τους αυξάνονται, χωρίς να αυξάνονται ούτε η κερδοφορία ούτε οι πωλούμενες ποσότητες. Τα μεγαλύτερα αυτά οικονομικά ανοίγματα των πελατών δημιουργούν μεγαλύτερες επισφάλειες.

Γ. Οι πωλήσεις εξασθενούν όπως είναι φυσικό μετά από κάθε αύξηση της τιμής.

  1. Τέλος, οι εξάρσεις στην πληροφόρηση περιλαμβάνουν όπως κάθε φορά και τα νησιά της χώρας. Από πλευράς μας έχομε κατά επανάληψη καταθέσει στην κοινή γνώμη τα ακόλουθα:

Α. Οι τιμές των νησιών συγκρίνονται με της Αθήνας κάτι εξαρχής λανθασμένο, όπως αναφέραμε.

Β. Το κόστος μεταφοράς προς τα νησιά, το οποίο είναι ιδιαίτερα αυξημένο σε σχέση με το κόστος στις χερσαίες περιοχές, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε κάθε υπολογισμό, κάτι το οποίο δεν γίνεται πάντα.

Γ. Για πολλά νησιά υπήρχε κάποτε ένας ειδικός κρατικός λογαριασμός, ο οποίος τροφοδοτείτο από μία εισφορά στην τιμή αντλίας και επιδοτούσε τις μεταφορές στα νησιά. Το Δημόσιο εδώ και λίγα χρόνια συνεχίζει να εισπράττει με άλλο όνομα τα χρήματα αυτά, έχοντας όμως καταργήσει την επιδότηση! Δηλαδή εισπράττει χωρίς πλέον να αποδίδει. Αυτό έχει αυξήσει αντίστοιχα το πραγματικό κόστος μεταφοράς, κι η αύξηση έχει περάσει προφανώς στην αντλία».