Η «αρχή της αναλογικότητας» έχει ως στόχο τη δίκαιη εκλογίκευση των επαχθών παρεμβάσεων του κράτους στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, ώστε με την αναζήτηση συγκρίσιμης ισότητας μεταξύ των υπηρεσιών που παρέχουν και δέχονται οι άνθρωποι να αποφεύγονται οι υπερβολές, με γνώμονα το ατομικό και συλλογικό συμφέρον. Οι περιορισμοί των ελευθεριών, που επεβλήθησαν λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, με την προσωρινή κυρίως απαγόρευση του «συνέρχεσθαι», άνοιξαν μία συζήτηση υπό το δικαιολογημένο φόβο, μήπως ο πειρασμός της εξουσίας βρίσκει ευκαιρία για περιστολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η ίδια η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει η δικαστική εξουσία αλλά και ο κάθε πολίτης να αναρωτηθούν: α) εάν προβλέπεται από το νόμο ο περιορισμός αυτός των δικαιωμάτων, β) εάν έχει τεθεί με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, γ) εάν ο συγκεκριμένος περιορισμός είναι κατάλληλος για να εξυπηρετήσει αυτό τον σκοπό, δ) εάν είναι αναγκαίος ή μήπως υπάρχουν άλλες λύσεις πιο ανώδυνες και ήπιες με εξ ίσου καλά αποτελέσματα, ε) εάν είναι ένας περιορισμός λογικός, με τη στενή έννοια της κοινής λογικής, στ) εάν αναλογικά τελεί σε εσωτερική αλληλουχία προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην είναι ποιοτικά και ποσοτικά κατώτερη από τη βλάβη που προκαλείται.
Δώστε μόνοι σας τις απαντήσεις. Είναι ηλίου φαεινότερες, είναι αυτές που θα μπορούσε να ορίσει ο εχέφρων πολίτης. Το έξυπνο χιούμορ, οι σοβαρές παρατηρήσεις για υπέρβαση εξουσίας εκ μέρους του κράτους, η κριτική στις αρχές για υπερβολικές ενέργειες, η αντίδραση απέναντι σε σοβαρά, ανεπίτρεπτα λάθη, η ανικανότητα, είναι όλα καλοδεχούμενα και ζητούμενα, είναι καθήκον. Θα θέσω όμως ένα ερώτημα, αφού πρώτα εκφράσω την κάθετη διαφωνία μου προς τον συνθηματικό και αντιαισθητικό (ευφημισμός, αντί του υβριστικός, χυδαίος) λόγο, από όπου κι αν προέρχεται. Πόση τέτοια αναλογικότητα μπορεί να αντέξει σε πραγματικά δύσκολες ώρες για τον τόπο ένα πνεύμα;
Θα προσπαθήσω να περιγράψω, πώς κατανοώ μία δυσάρεστη πλευρά των πραγμάτων, εστιάζοντας στους ανθρώπους που συνηθίσαμε να χαρακτηρίζουμε ως «τοξικούς».
Πάντα υπήρχαν, αλλά και πάντα ανακαλύπτονται καινούργια βέλη για τη φαρέτρα τους. Εννοώ ότι με θλίψη παρατηρώ τόσο στον τύπο, όσο και στα κοινωνικά δίκτυα, ομάδες (αυτορυθμιζόμενες θα τις χαρακτήριζα) με κατά πεποίθηση τακτοποιημένη σκέψη -ταξινομημένες διά της μεθόδου του κληρονομημένου πατρόν και εξαιρετικά εύφλεκτες από κατασκευή απέναντι στο όλον και στις πολύπλευρες εκφάνσεις του- να μην εγείρουν τις ευκταίες και ειλικρινείς εκείνες διαφωνίες που επιθυμεί ο κάθε σκεπτόμενος πολίτης, αλλά να συγκροτούν κατά θαυμαστό τρόπο ομοιογενή γκρουπούσκουλα αμετακίνητης πολεμικής.
Είναι το «χόμπι» τους. Επί παντός του επιστητού. Εντοπίζονται σε όλους τους χώρους άνευ εξαιρέσεων, ενώ δεν κατατάσσονται κατά ηλικία, επάγγελμα ή επίπεδο τυπικής μόρφωσης. Δεν αντιπαρατίθενται με την ίδια την άποψη, αλλά αναζητούν πρώτα τον εκφραστή της για να αποφασίσουν, εάν θα σηκώσουν ασυζητητί το ήδη παρά πόδα γεμάτο όπλο τους.
Περιμένεις μετά πολλής βεβαιότητας, ποια θα είναι η αντίδραση που θα τους συμπαρασύρει να «εκραγούν» σε κάθε ζήτημα. Αρκεί να γνωρίζεις εξ αρχής τη στάση τους έστω και για ένα θέμα που ετέθη από τον «εχθρό» της πατρίδας, του λαού ή της δημοκρατίας. Διεκδικούν κατ’ ιδίαν αποκλειστικότητες στην αποκάλυψη συνωμοσιών, αποκρούουν «αλλότριες» ευαισθησίες.
Το μακρυγιαννικό «εμείς» το κατανοούν ως «οι δικοί μας», όμηροι του ιδιοκατασκευασμένου δυισμού τους. Έχουν πολύ εύκολα εντοπίσει (από πριν) ποιοι είναι οι αντιπαθητικοί τους, αλλά δυσκολεύονται να προτείνουν σταθερά εκείνο που θέλουν. Ιχνηλατούν διαρκώς αποτυχίες κατ’ ερμηνείαν, για να τραφούν από αυτές. Με λεξιλόγιο χαμηλής διαφοροποίησης και ανακυκλούμενο, όλα τα σφάζουν όλα τα μαχαιρώνουν.
Οι άτυπες «ταξιαρχίες» αυτών των ανθρώπων αυτοσυντονίζονται στην απόψυξη ταριχευμένων κριτικών, για να τις ασκούν (μονίμως πανέτοιμες) στο όνομα όσων θέλουν να έχουν πάντα δίκαιο. Στατικοί όπως είναι στην πρόσληψη της νεωτερικότητας, είναι οι «ασυμβίβαστοι» της ιστορίας, για την οποία θεωρούν ότι έχει δώσει απαντήσεις σε όλα, φτάνει να ερμηνεύεται κατά τις επιθυμίες τους.
Αναπολούν παρελθόντα, φαντασιώνονται μέλλοντα. Ο καλύτερος φίλος τους είναι ο αντίπαλός τους. Εάν δεν υπήρχε, θα έκαναν τα πάντα για να τον κατασκευάσουν, επειδή χωρίς αυτόν στερούνται τον εκστασιασμό της αντιπαράθεσης, που βιώνεται ως δραστικό συστατικό της ζωής τους. Χωρίς κανέναν εχθρό, θα επέστρεφαν γρήγορα στη θορυβώδη παρένθεση.
Σπρώχνουν εριστικά εκ προθέσεως τους ανθρώπους, για να ισχυριστούν ύστερα με περισσή κοινωνική αγανάκτηση ότι από τους «άλλους» εφαρμόζονται σχέδια καταστροφής εις βάρος των ανυποψίαστων. Και τον ίδιο τον Μωυσή θα κατηγορούσαν, προσάπτοντάς του ότι το μάννα που έπεσε από τον ουρανό δεν έσκυψε, ως όφειλε, να το μαζέψει και να τους το βάλει στο στόμα.
Πόση λογική, αμεροληψία, ευγένεια, ηρεμία, καλοπιστία, πόση αρχοντιά, πόση νηφάλια κριτική μπορεί να προέλθει από τέτοιους ανθρώπους; Βρείτε τους, όλοι έχουμε σχετική εμπειρία. Πόση αναλογικότητα μπορεί να αντέξει ένα τέτοιο πνεύμα; Απαντώ ότι μπορεί να προέλθει τόση, όση περισώνεται ως αντιστρόφως ανάλογη του εγωισμού και του ατομισμού.
Η ήρεμη δύναμη, η ευθύνη και η υπευθυνότητα των ανθρώπων, η εγρήγορσή τους, είναι εγγύηση για τη δημοκρατία. Ως προς εμέ, έχουν καταρρεύσει προ πολλού οι μπούσουλες δεξιόστροφων και αριστερόστροφων ιδεολογιών. Τα τελευταία γεγονότα στον τόπο μας, το αποτύπωμα και η πορεία τους, θεωρώ ότι δημιουργούν τις ανάλογες προϋποθέσεις, ώστε τέτοιες διάχυτες συμπεριφορές, όπως οι παραπάνω, να εξοβελίζονται από όλο και περισσότερους πολίτες – καταδικασμένες ευδιάκριτα στα όρια του φανατισμού και της φαιδρότητας, για να μην πω μισαλλοδοξίας. Κατά την άποψή μου, είναι η αναλογικότητα που τους αξίζει.
* Ο Κώστας Ν. Κωνσταντίνου είναι διευθυντής του 2ου Γενικού Λυκείου Ηρακλείου
https://kostaskonstantinou. com/