Σε αδιέξοδο φέρεται να οδηγείται ο διάλογος της κυβέρνησης με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Εκκλησία της Κρήτης πάνω σε κρίσιμα ζητήματα που αφορούν τις σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους, όπως αποτυπώνεται στην ανακοίνωση που εξέδωσε το Φανάρι.
Και μπορεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο να μην κλείνει οριστικά την πόρτα του διαλόγου, αφήνοντας μία χαραμάδα φωτός, φαίνεται όμως ότι ο υπουργός Παιδείας Κώστας Γαβρόγλου «έριξε» πόρτα στους κληρικούς της Κρήτης, ακυρώνοντας την τελευταία στιγμή το προγραμματισμένο ραντεβού τους στην Αθήνα.
Ενδεχομένως στην ακύρωση της προγραμματισμένης συνάντησης να έπαιξε κάποιο ρόλο το γεγονός ότι της ανακοίνωσης του Φαναρίου είχε προηγηθεί συνάντηση του Οικουμενικού Πατριάρχη με Συνοδική Αντιπροσωπεία της Κρήτης που αποτελούνταν από Μητροπολίτες, κληρικούς και νομικούς συμβούλους.
Ο πρόεδρος της Ένωσης Συνδέσμων Κληρικών Κρήτης, πατήρ Ζαχαρίας Αδαμάκης, πληροφορήθηκε την ακύρωση του ραντεβού με ένα λιτό μήνυμα που έλαβε στο κινητό του, αμέσως μόλις έφθασαν στο αεροδρόμιο της Αθήνας.
Όπως επισημαίνεται, εκείνοι παραμένουν πιστοί στον διάλογο, ωστόσο επιμένουν σε κάποιες βασικές θέσεις τους και είχαν ζητήσει από τον υπουργό να τους παραδώσει γραπτώς τις θέσεις της κυβέρνησης ώστε να τις μελετήσουν επισταμένως. Κάτι ωστόσο που δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα.
Στο ανακοινωθέν που εξέδωσε το Φανάρι επιβεβαιώνεται η κάθετη αντίθεση του Οικουμενικού Πατριαρχείου επί των προτεινόμενων προς αναθεώρηση άρθρων 21 και 3 του Συντάγματος που αφορούν τον θεσμό της οικογένειας και τη «θρησκευτική ουδετερότητα» της ελληνικής Πολιτείας, ενώ κατηγορηματική αντίθετη είναι η θέση που εκφράζεται και για το φλέγον θέμα της αλλαγής του εργασιακού καθεστώτος των κληρικών.
Σε σχέση με το άρθρο 21, το Φανάρι υποστηρίζει ότι ο θεσμός της οικογένειας χρήζει ρητής συνταγματικής προστασίας και όχι υποβάθμισης.
Για το ζήτημα της «θρησκευτικής ουδετερότητας» επισημαίνεται ότι θα έχει σοβαρές συνέπειες, καταρχήν στην αποδυνάμωση της θεσμικής θέσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως Νομικού Προσώπου Διεθνούς Δημοσίου Δικαίου, θα επιφέρει την αποβολή της Εκκλησίας από τον δημόσιο βίο και μεταξύ άλλων θα καταργηθούν αργίες και θρησκευτικές εορτές, ενώ θα αποτελέσει έρεισμα, όπως επισημαίνεται, για «τήν μεταβολήν του συνόλου του υφισταμένου νομικού πλαισίου, το οποίον καθορίζει τα Εκκλησιαστικά εν Ελλάδι Καθεστώτα εν Κρήτη, εν Δωδεκανήσω, εν ταις λεγομέναις «Νέαις Χώραις» και εν τη Πατριαρχική Εξαρχία Πάτμου».
Για την αλλαγή του εργασιακού καθεστώτος που αποτελεί κορυφαίο θέμα για την Εκκλησία, υποστηρίζεται ότι η Μητέρα Εκκλησία ενστερνίζεται τη δίκαιη αγωνία των κληρικών και εμμένει στη θέση της για διατήρηση του ισχύοντος καθεστώτος.